Βρετανοαμερικανίδα συνθέτρια και βιολίστα
Η Ρεβέκα Κλαρκ γεννιέται στο Χάρροου της Αγγλίας από Αμερικανό πατέρα και Γερμανίδα μητέρα. Παίρνει ιδιαίτερα μαθήματα βιολιού με τον μικρότερο αδερφό της, στη συνέχεια εγγράφεται στη Βασιλική Ακαδημία της Μουσικής και αργότερα στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Λονδίνου. Ως εξαίρετη δεξιοτέχνης του βιολιού συμμετέχει σε περιοδείες που μεταδίδονταν από το BBCαποκτώντας έτσι μεγάλη φήμη. Είναι επίσης και από τις πρώτες φοιτήτριες σε επιδόσεις στη σύνθεση στην τάξη του καθηγητή Sir CharlesVilliers Stanford. Με προτροπή του Στάνφορντ μεταπηδά από το βιολί στη βιόλα και σπουδάζει με τον Lionel Tertis, έναν από τους σπουδαιότερους βιολίστες της εποχής. Είναι μία από τις πρώτες γυναίκες επαγγελματίες μουσικούς από τη στιγμή που επιλέγεται να συμμετάσχει στη ορχήστρα Queen’s Hall.Μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να επεκτείνει την καριέρα της. Ήδη τα πρώτα της έργα, κυρίως μουσικής δωματίου, αρχίζουν να γίνονται γνωστά. Η συνθετική της σταδιοδρομία κορυφώνεται σχετικά σύντομα.
Μετά την ολοκλήρωση μιας σύντομης παγκόσμιας περιοδείας, επιστρέφει στο Λονδίνο ξεκινώντας τις σολιστικές εμφανίσεις της, ενώ ταυτόχρονα ιδρύει το English Ensemble, ένα πιάνο κουαρτέτο με το οποίο πραγματοποιεί πολλές ηχογραφήσεις. Περί το 1930 συνάπτει σχέση με τον βαρύτονο Τζον Κος, ο οποίος κάνει πρεμιέρα αρκετά από τα τραγούδια της. Το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Κλαρκ στην Αμερική σε επίσκεψη στα αδέρφια της. Εκεί συναντά τον James Friskin, καθηγητή, πιανίστα και ιδρυτικό μέλος της Σχολής Juilliart, με τον οποίο ήταν συμφοιτητές στο Βασιλικό Κολλέγιο στο Λονδίνο. Η συνάντηση αυτή εξελίσσεται σε σχέση αμοιβαίας αγάπης και στοργής και καταλήγει σε γάμο. Κατά τα επόμενα χρόνια η συνθετική της παραγωγή μειώνεται, παρόλο το ιδανικό κλίμα και την ενθάρρυνση που έχει από τον σύζυγό της. Σταματά και να παίζει βιόλα. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να ισορροπήσει την επαγγελματική με την προσωπική της ζωή. Πέφτει σε κατάθλιψη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1967
καθιερώνει το βραβείο May Mukle στη Βασιλική Ακαδημία, το οποίο εξακολουθεί να απονέμεται κάθε χρόνο σε έναν εξαιρετικό τσελίστα. Αρχίζει να γράφει επίσης τα Απομνημονεύματά της με τίτλο «I Had a Father Too», το οποίο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Σε αυτό περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής της, τουςσυχνούς ξυλοδαρμούς από τον πατέρα της και τις τεταμένες οικογενειακές σχέσεις που επέτρεψαν τις αντιλήψεις της για τη θέση της στη ζωή. Η Κλαρκ πεθαίνει το 1979 στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη και η σωρός της αποτρεφρώθηκε.
Το ύφος είναι επηρεασμένο από διάφορα μουσικά ρεύματα του 20ου αιώνα, ενώ το έργο της έχει συγκριθεί με το έργο του Ravel και του Bloch. Ως συνθέτρια έγινε διάσημη χάρη στη σονάτα για βιόλα και στο πιάνο-τρίο που έγραψε. Αν και η παραγωγή της Κλαρκ δεν ήταν μεγάλη, η δουλειά της αναγνωρίστηκε για τη συνθετική της ικανότητα και την καλλιτεχνική της δύναμη. Μερικά από τα έργα της δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί, ενώ πολλά δημοσιεύτηκαν μόλις πρόσφατα. Αυτά που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της ξεχάστηκαν σε μεγάλο βαθμό κυρίως επειδή χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο, αλλά κι αφού σταμάτησε να συνθέτει. Το ενδιαφέρον για τις συνθέσεις της αναβίωσαν το 1976. Η Rebecca Clarke Society ιδρύθηκε το 2000 για να προωθήσει τη μελέτη και την απόδοση της μουσικής της. Θεωρείται η πιο διακεκριμένη Βρετανίδα συνθέτης της γενιάς του μεσοπολέμου.