Henry Cowell (1897-1965)
«Θέλω να ζήσω σε ολόκληρο τον κόσμο της μουσικής»
Henry Cowell
Ο Υπερομοντέρνος – Mέντορας των Μεντόρων
Αμερικανός συνθέτης, πιανίστας, θεωρητικός, δάσκαλος, εκδότης, ιμπρεσάριος και μουσικός κριτικός, ιρλανδικής καταγωγής.
O Χένρι Κάουελ γεννιέται στο Μένλο Παρκ της Καλιφόρνιας το 1897 από γονείς συγγραφείς και μποέμ τύπους. Από πολύ μικρός δείχνει την έφεσή του στη μουσική, καθώς στα πέντε του χρόνια παίζει βιολί και μέχρι τα δεκαέξι του έχειγράψει πάνω από 100 (!) έργα χωρίς καμία μουσική εκπαίδευση. Άμεσα γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkeley για να σπουδάσει αρμονία και αντίστιξη και στη συνέχεια κατευθύνεται στη Νέα Υόρκη. Με την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη εμπλέκεται με μια θεοσοφική κοινότητα το Halcyon, με επικεφαλής τον Ιρλανδό ποιητή John Varian, ο οποίος τροφοδοτεί το ενδιαφέρον του νεαρού συνθέτη για την ιρλανδική κουλτούρα και τη μυθολογία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 αρχίζει περιοδεία ως πιανίστας παρουσιάζοντας δικά του έργα, άκρως πρωτοπριακά, αφού είχε εφεύρειμια τεχνική για πιάνο, γνωστή ως συγχορδίες «λευκού ήχου» (clusters), κατά την οποία παίζονται συγχρόνως συνεχόμενοι φθόγοι με το χέρι ή την παλάμη. Μια άλλη μέθοδος που εφαρμόζει είναι το «Πιάνο Εγχόρδων», δηλαδή, αντί να χρησιμοποιεί τα πλήκτρα για να παίξει, ο πιανίστας χρησιμοποιεί τις χορδές απευθείας με τα χέρια του ή με άλλα μέσα. Ο Κάουελ βρίσκειεπίσης νέες μεθόδους σημειογραφίας για να δηλώσει τις προθέσεις του στο κείμενο και είναισυν-εφευρέτης με τον Τέραμιν ενός πρώιμου ηλεκτρονικού οργάνου του Ρίδμικον, που μπορούσε να αναπαράγει ακριβώς τους σύνθετους ρυθμικούς συνδυασμούς των έργων του.
Ο Κάουελ είναι το κεντρικό πρόσωπο ανάμεσα σε μια ομάδα πρωτοποριακών συνθετών που οι περισσότεροι είναι φίλοι μεταξύ τους και που τους χαρακτηρίζουν ως «Οι υπερομοντέρνοι». Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ευέλικτος και η προέλευση ασαφής. Το 1925, ο Κάουελ δημιουργεί τη «New Music Society», μία από τις κύριες δραστηριότητες της οποίας ήταν η διοργάνωση συναυλιών με τα έργα τους αλλά και με εκείνα των καλλιτεχνικών συμμάχων όπως των Riegger και Schoenberg. Το 1927 ιδρύει το περιοδικό «New Music Quarterly», το οποίο δημοσιεύει πολλές σημαντικές νέες παρτιτούρες υπό την επιμέλειά του, τόσο από τους υπερμοντερνιστές όσο και από πολλούς άλλους, όπως οι Ernst Bacon, Aaron Copland, Paul Bowles, Otto Luening. Ιδρύει επίσης την «Παναμερικανική Ένωση Συνθετών», αφιερωμένη στην προώθηση συνθετών από όλο το δυτικό ημισφαίριο και τη δημιουργία μιας κοινότητας ανάμεσά τους που θα υπερβαίνει τις εθνικές γραμμές. Η εναρκτήρια συναυλία του, περιλαμβάνει αποκλειστικά λατινοαμερικανική μουσική, συμπεριλαμβανομένων έργων του Τσάβες, του Βραζιλιάνου συνθέτη Vila–Lobos, του Κουβανού συνθέτη Caturla και του Γαλλικής καταγωγής Κουβανού Roldan. Ο Κάουελ επίσης είναι κι ένας πολύ καλός δάσκαλος. Ανάμεσα στους μαθητές του είναι οι Gershwin, Harrison, Cage.
Βρίσκει ενδιαφέρον και αρχίζει να ερευνά τηνινδική κλασική μουσική και στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αρχίζει να διδάσκει το μάθημα «Music of the World’s Peoples», στο«Νέο Σχολείο Κοινωνικής Έρευνας» στη Νέα Υόρκη. Μερικά χρόνια αργότερα, η υποτροφία Guggenheim, επιτρέπει στον συνθέτη να πάει στο Βερολίνο για να σπουδάσει συγκριτική μουσικολογία (ο προκάτοχος τηςΕθνομουσικολογίας) με δάσκαλο τον Erich vonHornmostel. Ολοκληρώνει τις σπουδές του με την Καρνατική Θεωρία (Νότια Ινδία) και το Γκαμελάν (Ιάβα, Ινδονησία, Μπαλί κ.λ.π.)
Στη μέση περίπου της ζωής του κατηγορείται, δικάζεται και φυλακίζεται για πέντε χρόνια με το αδίκημα «πράξης ήθους». Μα ούτε στη φυλακή μένει ήσυχος: διδάσκει στους συγκρατούμενούς του, διευθύνει το μουσικό σχήμα που δημιούργησε και συνθέτει. Βγαίνοντας από τη φυλακή παντρεύεται την εθνομουσικολόγο Sidney Robertson, η οποία είναι ένθερμη υποστηρικτής του έργου του συζύγου της. Τα έργα που γράφει μετά την αποφυλάκισή του βασίζονται στη λαϊκή αμερικανική μουσική, συνεχίζει, αλλά συγκρατημένα, να κρατά μια προοδευτική στάση και προσπαθεί να μην επιτρέπει την είσοδο ευρωπαϊκών στοιχείων.Εξελέγει στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Πεθαίνει, μετά από σειρά ασθενειών, στο Shady της Νέας Υόρκης το 1965.
Η παραγωγή του, ασυνήθιστου όγκου, περιλαμβάνει, ανάμεσα στις 1000 και πλέον συνθέσεις διαφορετικού είδους και μήκους, μία όπερα, συμφωνίες, καντάτες, κοντσέρτα, μουσική δωματίου, μουσική μπάντας κ.α.
«Η μουσική του Henry Cowell καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τόσο στην έκφραση όσο και στην τεχνική από οποιονδήποτε άλλο εν ζωή συνθέτη. Τα πειράματά του που ξεκίνησαν πριν από τρεις δεκαετίες σε ρυθμό, σε αρμονία και σε ηχητικά όργανα θεωρήθηκαν τότε από πολλούς άγρια. Σήμερα είναι η Βίβλος των νέων και ακόμα, για τους συντηρητικούς, «προχωρημένη»…. Κανένας άλλος συνθέτης της εποχής μας δεν δημιούργησε ένα σύνολο έργων τόσο ριζοσπαστικά και τόσο κανονικά, τόσο διεισδυτικά και τόσο περιεκτικά. Προσθέστε σε αυτή τη μαζική παραγωγή τη μακρά και σημαντική καριέρα του ως παιδαγωγός, και το επίτευγμα του Henry Cowell γίνεται πραγματικά εντυπωσιακό. Δεν υπάρχει άλλο παρόμοιο. Το να είσαι και γόνιμος και σωστός δίνεται σε λίγους»
Virgil Thomson
Αμερικανός συνθέτης και κριτικός, 1950