Hans Werner Henze (1926-2012)
«Πολλά πράγματα περιπλανώνται από την αίθουσα συναυλιών στη σκηνή
και το αντίστροφο»
Hans Werner Henze
Γερμανός συνθέτης.
Ο Χανς Βέρνερ Χέντσε γεννιέται το 1926 στο Gutersloh της Βεστφαλίας, σε μια πολύτεκνη οικογένεια. Ο πατέρας του είναι δάσκαλος και καλλιεργημένος άνθρωπος. Ο νεαρός Χανς δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την τέχνη. Στα εφηβικά του χρόνια δημιουργείται μια κόντρα με τον πατέρα του λόγω διαφοράς στις πολιτικές πεποιθήσεις. Εγκαταλείπει τις γυμνασιακές του σπουδές και γράφεται στο Κρατικό Ωδείο του Braunschweig για πιάνο, κρουστά και θεωρία.Ένα χρόνο μετά επιστρατεύεται στην Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ και αργότερα σε μια μονάδα της Βέρμαχτ ως χειριστής ασύρματου. Συλλαμβάνεται από τους Βρετανούς και κρατείται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων του πολέμου. Μετά τον πόλεμο συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Οι πρώτες του συνθέσεις βασίζονται στον δωδεκαφθογγισμό. Αυτή την εποχή όμως, γράφει μουσική σε στυλ σειραϊσμού, νεομπαρόκ, το οποίο κάνει μια ιδιαίτερη αίσθηση στους εκδότες. Κάνει επιτυχημένες εμφανίσεις στο Ντάρμσταντ καιπαρακολουθεί το Θερινό Σχολείο της Νέας Μουσικής επίσης στο Ντάρμσταντ. Ένα από τα πρώτα έργα του Χέντσε είναι το «Κοντσέρτο για βιολί Νο. 1», στο οποίο δείχνει τη μαεστρία του στην τεχνική του δωδεκαφθογγισμού, η οποία κυριάρχησε στη γραφή του μέχρι το 1956. Ο συνθέτης θεωρεί τα πρώτα του έργα, μέχρι τη «Συμφωνία του Νο. 2», απλά ή ακόμα και πρωτόγονα, καθώς εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματικότητα των μελωδιών του.Η όπερα «König Hirsch» σηματοδοτεί την αρχή μιας δεύτερης περιόδου, στην οποία ο Χέντσεέδωσε στοιχεία σειραϊσμού αποκαλύπτοντας ένα ελεύθερα εφευρετικό και εκλεκτικό ύφος. Με αυτό το έργο φαίνεται η ωριμότητά του ως συνθέτης, αν και είχε καθιερωθεί νωρίτερα, όταν κέρδισε το Βραβείο Σούμαν για τον «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1. Γίνεται σύμβουλος μπαλέτου στο Κρατικό Θέατρο του Βισμπάντεν στηΓερμανία και από αυτή τη στιγμή και μετά αφιερώνει μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης μουσικής του στο μπαλέτο, συμπεριλαμβανομένου του «Ondine», ενός κλασικού έργου που ενσωματώνει τζαζ στοιχεία. Οι όπερές του έχουν παιχτεί ευρέως. Το «Elegy for Young Lovers» και το «Das Wundertheater» παρουσιάζονται στη Νέα Υόρκη. Στις συμφωνίες του καθώς και στασκηνικά του έργα, ο Χέντσε αποκαλύπτεται ως εκλεκτικός στην επιλογή του στυλκαι ρομαντικός στην ιδιοσυγκρασία του. Η «Συμφωνία Νο. 6» για δύο ορχήστρες δωματίου βασίζεται τόσο σε σειραϊσμό όσο και σεστοιχεία παραδοσιακής τονικότητας χρησιμοποιώντας μικροτονικά διαστήματα, ενισχυμένα όργανα και μεγάλο τμήμα κρουστών.
Εγκαθίσταται στην Ιταλία το 1953. Αφού «ασπάζεται» τον σοσιαλισμό, γράφει ένα ρέκβιεμ για τον Τσε Γκεβάρα και την όπερα «We Come to the River». Μέσω του βιβλίου του «Essays», αποκαλύπτεται ως ένας εξαιρετικά ευδιάκριτος εκπρόσωπος της σύγχρονης μουσικής, ενώ η εφημερίδα «Musicand Politics» εξετάζει την μετέπειτα πεποίθησή του πως η μουσική πρέπει να πολιτικοποιηθεί.
Ιδρύει το «Μόναχο Μπιενάλε», ένα διεθνές φεστιβάλ για το νέο μουσικό θέατρο, του οποίου είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Το έργο του γενικά έχει ένα εξαιρετικά ποικίλο στυλ, όπως προαναφέρθηκε, έχοντας επηρεαστεί, εκτόςαπό το σειραϊσμό και το δωδεκαφθογγισμό, από την ατονική μουσική, τον Στραβίνσκι, την ιταλική μουσική, την αραβική μουσική και τη τζαζ, καθώς και από τις παραδοσιακές σχολές της γερμανικής σύνθεσης.
Έλαβε τον τιμητικό διδακτορικό τίτλο του μουσικολόγου από το Πανεπιστήμιο μουσικής και παραστατικών τεχνών του Μονάχου. Ήταν επίσης επίτιμο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Μουσικής του Λονδίνου. Εκτός από τα προαναφερθέντα έργα έγραψε καντάτες, μουσική δωματίου, ορατόρια, ρέκβιεμ και άλλα.
Έμενε με τον υιοθετημένο του γιο, ο οποίος πέθανε νωρίτερα και ο συνθέτης προσπαθούσε να συμβιβαστεί με τις ασθένειες και τα γηρατειά του. Πεθαίνει στη Δρέση το 2012.
Παρέμεινε ενεργός στη διεθνή μουσική σκηνή μέχρι και τον 21ο αιώνα και ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς και ισχυρούς συνθέτες της εποχής μας. Δικαίως θεωρείται ως ο τελευταίος μεγάλος συμφωνιστής.