Georges Bizet (1838-1875)
Ο δημιουργός της θρυλικής «Κάρμεν».
«Είναι η τέχνη του Σούμαν κάτω από άλλο ουρανό»
Γάλλος πιανίστας και συνθέτης της ρομαντικής εποχής.
Ο Μπιζέ γεννιέται στο Παρίσι το 1835. Ο πατέρας του είναι ερασιτέχνης δάσκαλος τραγουδιού. Δείχνει ενδιαφέρον για τα μουσικά ακούσματα που ηχούσαν στο σπίτι του και παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, η οποία προέρχεται από καλλιεργημένη μουσικά οικογένεια. Παρά το νεαρό της ηλικίας (9 ετών), γίνεται δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού στην τάξη πιάνου τουΜαρμόντελ και σύνθεσης του Φ. Αλεβύ. Η επίδοσή του δεν έχει προηγούμενο, αφού μέσα σε έξι μόλις μήνες κερδίζει το πρώτο βαρβείο για το μάθημα του Σολφέζ, αλλά και τον θαυμασμό του Τσίμερμαν, ο οποίος του διδάσκει ιδιαίτερα μαθήματα στην αντίστιξη και τη φυγή.Από τα δώδεκα χρόνια του γίνεται γνωστός ως πιανίστας, καθώς η απαράμιλλη ευχέρειά του στην εκτέλεση έργων, χωρίς να προηγηθεί πρόβα του χαρίζει τον θαυμασμό του Μπερλιόζ. Αρχίζει δειλά να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια και κομμάτια για πιάνο. Κερδίζει πολλά βραβεία σε διάφορους διαγωνισμούς, ανάμεσα στα οποία και το Βραβείο της Ρώμης.Στα είκοσι χρόνια του μετακομίζει στη Ρώμη καιεκεί συνθέτει το «Te Deum», την όπερα «Δον Προκόπιο» και το συμφωνικό ποίημα «Βάσκο ντε Γκάμα». Επιστρέφει μετά από τρία χρόνια στο Παρίσι, λόγω ασθένειας της μητέρας του. Εκεί πραγματοποιεί ένα ρεσιτάλ πιάνου το οποίο παρακολουθεί ο Λιστ που μένει έκθαμβος από την δεξιοτεχνία του λέγοντας: «…πίστευα πως υπάρχουν μόνο δύο άνδρες (…) που μπορούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες…αλλά μάλλον υπάρχει και τρίτος και είναι ο πιο τολμηρός».
Στην πορεία της ζωής του ο Μπιζέ κατάλαβε ότι δεν μπορεί να κερδίσει τα προς το ζειν με τη σύνθεση και στρέφεται στη διδασκαλία και την πιανιστική συνοδεία. Κάνει μεταγραφές πιάνου για εκατοντάδες όπερες και άλλα κομμάτια και ετοιμάζει φωνητικές παρτιτούρες και ορχηστρικές διασκευές για όλα τα είδη μουσικής. Διατελεί επίσης, για μικρό χρονικό διάστημα, κριτικός μουσικής στη «La Revue Nationale et Étrangère», με το ψευδώνυμο «Gaston de Betzi». Παντρεύεται τη κόρη του δασκάλου του Ζενεβιέν Αλεβύ, με την οποία αποκτούν έναν γιο. Κατά τη διάρκεια του Πρωσικού πολέμου ο Μπιζέ εντάσσεται μαζί με άλλους καλλιτέχνες στην Εθνική Φρουρά.
Το μεγαλύτερο μέρος της μικρής ζωής του ο Μπιζέ υποφέρει από μια επώδυνη πάθηση στο λαιμό, η οποία του δημιουργεί φωνητικά και ακουστικά προβλήματα συνοδευόμενα από δύσπνοια. Εκτός από βαρύς καπνιστής, είναι και καταθλιπτικός. Όλη αυτή η κατάσταση της υγείας του τον οδηγεί στον ξαφνικό του θάνατο, στα τριάντα έξι του μόλις χρόνια, από ανακοπή καρδιάς. Την κηδεία του παρακολούθησαν πάνω από 4.000 άτομα, ενώ τον επικήδειο λόγο επιμελήθηκε, με απόλυτη συντριβή, ο Γκουνό. Είναι θαμμένος στο κοιμητήριο Πιέρ Λασέζ.
Η καριέρα του δεν υπήρξε αυτή που προβλεπόταν. Από ανασφάλεια και υπερβολική φροντίδα για τελειοποίηση, παρατούσε πολλές φορές τις προσπάθειές του. Περίπου δεκαπέντε όπερες έμειναν μισοτελειωμένες. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από την πρωτοτυπία της μελωδικής έμπνευσης, τον ηχητικό πλούτο των ορχηστρικών τμημάτων, τον ρεαλισμό της δραματικής τους έκφρασης. Ακούγοντας τις ωραιότερες σελίδες μουσικής του, πραγματικούς πίνακες ζωγραφικής, ο νους πηγαίνει στονΣούμαν. Με την «Αρλεζιάνα», αριστουργηματική σκηνική μουσική για το έργο του Αλφόνς Ντοντέ, ο Μπιζέ αγγίζει την τελειότητα. Με τη θρυλική του «Κάρμεν»,πραγματοποιεί το όνειρό του να γράψει μια αθάνατη όπερα. Η μουσική της, άλλοτε νευρική, άλλοτε τρυφερή κι άλλοτε δραματική, συνοδεύει την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας και σκιαγραφεί με απόλυτη πιστότητα τους τόσο ανθρώπινους, και όχι φανταστικούς, χαρακτήρες της.
Ο Νίτσε, θαυμαστής και οπαδός του Βάγκνερ, όταν απογοητεύθηκε από το είδωλό του, στρέφει τον θαυμασμό του στον Μπιζέ εκθειάζοντάς τον με τα θερμότερα λόγια: «Γράφει μουσική που δεν κάνει προσποιήσεις σε βάθος, αλλά είναι ευχάριστη για την απλότητά της, τόσο ανεπηρέαστη και ειλικρινής»…