Francis Poulenc (1899-1963)
«Δεν είναι ότι με τρελαίνει η ιδέα του να είμαι ένας τρομερός μουσικός, αλλά με έχει εξοργίσει να είμαι, για τόσους πολλούς ανθρώπους μια μικροκαμωμένη ερωμένη…»
Francis Poulenc
Ο Γάλλος Σούμπερτ
Γάλλος συνθέτης και πιανίστας.
Ο Φρανσίς Πουλένκ γεννιέται στο Παρίσι το 1899. Ο πατέρας του είναι διευθυντής φαρμακοβιομηχανίας και η μητέρα του ερασιτέχνης πιανίστα, από την οποία παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής στα πέντε του χρόνια. Προικισμένος νέος από τους δύο διαφορετικούς κόσμους των γονιών του: θρησκευόμενος Ρωμαιοκαθολικός από τον πατέρα του, ευαίσθητος καλλιτεχνικά και ελαφρώς κοσμικός από τη μητέρα του. Όταν στα οκτώ του χρόνια ακούει για πρώτη φορά μουσική του Ντεμπυσί, γοητεύεται από την πρωτοτυπία του ήχου και αρχίζει να σκέφτεται να ασχοληθεί σοβαρά με αυτή την τέχνη. Στα δεκαπέντε του γίνεται μαθητής του πιανίστα Βινές, ο οποίος τον επηρεάζει βαθειά τόσο στην τεχνική, όσο και στο ύφος των κατοπινών έργων του. Στα δύο επόμενα χρόνια χάνει τους γονείς του και ο Βινές γίνεται ο «πνευματικός του μέντορας». Τον ενθαρρύνει να συνθέσει και τον φέρνει σε επαφή με τον Ορίκ και τον Σατί. Στη συνέχεια γνωρίζεται με τον Ραβέλ και ξεκινούν ατελείωτες συζητήσεις για τη μουσική. Στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρετεί στο γαλλογερμανικό μέτωπο και καταλήγει δακτυλογράφος στο Υπουργείο Αεροπορίας. Ο χρόνος που του απομένει από τα επαγγελματικά του καθήκοντα του επιτρέπει να συνθέτει. Νιώθει ότι οι γνώσεις του στη σύνθεση δεν είναι ολοκληρωμένες και κυριεύεται από αγχωτική συμεριφορά. Ο Σατί τον συμβουλεύει να κάνει μαθήματα με τον συνθέτη και δάσκαλο Τσαρλς Κόχλιν. Τα μαθήματα διαρκούν τέσσερα χρόνια με ενδιάμεσες διακοπές.
Γίνεται ευπρόσδεκτος στο εξωτερικό τόσο ως ερμηνευτής, όσο και ως συνθέτης. Ταξιδεύει με τον Μιγιό στη Βιέννη και εκεί συναντιούνται με τον Σένμπεργκ, τον Βέμπερν και τον Μπεργκ. Κανείς από αυτούς του δύο Γάλλους συνθέτες δεν επηρεάζεται από τους φίλους τους δωδεκαφθογγιστές, παρά μόνο γίνονται θαυμαστές του έργου τους.
Στα τριάντα του πια χρόνια, ο Πουλένκ φαίνεται να κατέχει μια αξιοζήλευτη θέση: επαγγελματικά επιτυχημένος, οικονομικά ανεξάρτητος έχοντας κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία απ’ τον πατέρα του, ζει σε ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι, που ίδιος αγόρασε,200 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Παρισιού, προκειμένου να συνθέτει σε ήρεμο περιβάλλον. Η σύγχυση για τη σεξουαλικότητά του τον οδηγεί σε μια απ’ τις πολλές καταθλιπτικές κρίσεις του που τον απομακρύνουν αρκετά από τα μουσικά του καθήκοντα. Μετά από μερικά χρόνια επανέρχεται και αρχίζει ξανά να συνθέτει. Το στυλ του, αρκετές φορές, θυμίζει εκείνο το ανάλαφρο των πρώτων συνθέσεων. Δίνει ρεσιτάλ και τα έργα του μεταδίδονται από την τηλεόραση του BBC στο Λονδίνο που είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Η μουσική του είναι επίσης αρκετά δημοφιλής στην Αμερική καθώς τη θεωρούν ως την «Πεμπτουσία της γαλλικής εξυπνάδας, της κομψότητας και του υψηλού πνεύματος».
Κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο καλείται και πάλι να υπηρετήσει σε αντιαεροπορική μονάδα στο Μπορντό. Στο μεγαλύτερο μέρος του πολέμου δίνει ρεσιτάλ στο Παρίσι εστιάζοντας σε γαλλικά τραγούδια. Μελοποιεί στίχους από ποιητές εξέχοντες στη Γαλλική Αντίσταση. Λίγο μετά τον Πόλεμο ο Πουλένκ συνάπτει επιπόλαιη σχέση με μια γυναίκα τη Φρίντυ, με την οποία αποκτούν μια κόρη. Το παιδί μεγαλώνει χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας, αφού τον Πουλένκ τον αναγνωρίζει ως «νονό», ο οποίος όμως γενναιόδωρα της προσφέρει τα πάντα κι αργότερα γίεται η δικαιούχος της περιουσίας του.
Στη μεταπολεμική περίοδο ο Πουλένκ έχειδιαμάχη με συνθέτες της νεότερης γενιάς που απορρίπτουν το πρόσφατο έργο του Στραβίνσκι, εμμένοντας στους τρεις συνθέτες της «Δεύτερης Σχολής της Βιέννης» (Σένμπεργκ, Βέμπερν, Μπεργκ) και τον Δωδεκαφθογγισμό.
Μέχρι το τέλος της ζωής του συνθέτει ασταμάτητα, γνωρίζεται με σπουδαία μουσικά πρόσωπα και δίνει ατελείωτες συναυλίες σε πολλές χώρες. Πεθαίνει το 1963 από καρδιακή προσβολή και θάβεται στο κοιμητήριο Πέρ Λασέζ. Στην κηδεία του ακούστηκαν έργα του Μπαχ στο Όργανο της εκκλησίας Saint Sulpice.
Ο τάφος του Πουλένκ στο κοιμητήριο Περ Λασέζ
Η μουσική του Πουλένκ θεωρείται διατονική χάρη στη μελωδικότητά της. Είναι ένας από τους πρώτους συνθέτες που βοήθησαν στην αναβίωση του τσέμπαλου. Θεωρείται ένας απ’ την ομάδα των αντιρρομαντικών συνθετών με την ονομασία «Οι καινούργιοι νέοι» ή αλλιώς «Η ομάδα των 6» οι οποίοι αντλούσαν την έμπνευσή τους από το Παρισινό φολκλόρ. (βλ.προηγούμενο άρθρο). Η μουσική του, εκλεκτική αλλά και εξαιρετικά προσωπική σε ύφος, είναι ουσιαστικά μελωδική και διατονική, εμπλουτισμένη και με διαφωνίες του 20ου αιώνα. Είναι πνευματώδης, κομψή, με βαθιά συναισθήματα και με ένα κράμα πικρίας και γλυκύτητας που πηγάζει από την εύθυμη αλλά και μελαγχολική προσωπικότητά του. Πολλά από τα έργα του που τα χαρακτηρίζει η πρωτοτυπία διακρίνονται για την ειρωνεία τους. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη σύνθεσης, όπου ανάμεσά τους ξεχωρίζει η φωνητική μουσική, αφού έγραψε κύκλους τραγουδιών σε ποίηση του G. Apollinaire, του J. Cocteau, χάρη στην οποία θα μπορούσε να ονομαστεί ως «Ο Γάλλος Σούμπερτ» του 20ου αιώνα.
«Η ομάδα των 6 Γάλλων»
Francis Poulenc, Georges Auric, Arthur Honegger,
Louis Durey, Darius Milhaud, Germaine Tailleferre
«Οι μελωδίες του είναι απλές, ευχάριστες, ευκολομνημόνευτες
και εκφράζουν συναισθήματα»
George Keck
Σχολιαστής
«Σε όλη του τη ζωή, αρκέστηκε να χρησιμοποιεί συμβατική αρμονία, αλλά η χρήση της ήταν τόσο ατομική, τόσο άμεσα αναγνωρίσιμη ως δική του, που έδωσε στη μουσική του φρεσκάδα και εγκυρότητα»
Lennox Berkeley
Άγγλος συνθέτης