Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
Charles-François Gounod (1818 – 1893)
Γάλλος συνθέτης της ρομαντικής εποχής.
Ο Σαρλ Γκουνό γεννιέται στο Παρίσι το 1818 και μεγαλώνει σε περιβάλλον εξαιρετικά καλλιτεχνικό, αφού ο πατέρας είναι σπουδαίος ζωγράφος τιμημένος με το Βραβείο της Ρώμης και η μητέρα του εξαιρετική πιανίστα, η οποία του δίνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής και τον προετοιμάζει για την εισαγωγή του στο Ωδείο των Παρισίων. Εκεί σπουδάζει με δασκάλους τους σπουδαίους Αλεβύ, Τσίμερμαν και Λεσιούρ. Κερδίζει και αυτός το Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του «Fernand». Η παραμονή του στην ιταλική πρωτεύουσα του δίνει την ευκαιρία να μελετήσει τους παλιούς Ιταλούς συνθέτες, κυρίως τον Παλεστρίνα και να παρουσιάσει στην εκκλησία του Σαιν Λουΐ ντε Φρανσαί μια λειτουργία για 3 φωνές και ορχήστρα. Στη διάρκεια της επιστροφής του μέσω Βιέννης και Βερολίνου, ανακαλύπτει τη μουσική των γερμανών ρομαντικών καθώς συναντά τους Μέντελσον. Η αδερφή του Φέλιξ Μέντελσον, Φάννυ, του παρουσιάζει λεπτομερώς το «Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» του Μπαχ, έργο το οποίο θα αποτελέσει «Νόμο» στη μελέτη του πιάνου. Από το πρώτο πρελούδιο σε Ντο μείζονα αυτού του μπαροκικού έργου, εμπνέεται την πασίγνωστη μελωδία του Ave Maria, που μέχρι σήμερα συγκινεί το άκουσμά της.
Στο Παρίσι κάνει θεολογικές σπουδές και είναι στα πρόθυρα της ιεροσύνης. Εγκαταλείποντας αυτή την προοπτική στρέφεται προς τη θεατρική μουσική στην οποία οφείλει και τη φήμη του. Το 1851 γράφει την πρώτη του όπερα, «Σαπφώ», της οποίας η παράσταση όμως αποτελεί πλήρη αποτυχία και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα ακολουθεί ο «Φάουστ», πάνω σε κείμενο του Γκαίτε. Αν και η υποδοχή της δεν είναι η αναμενόμενη, εξελίσσεται σε παγκόσμια επιτυχία και αναπόσπαστο μέρος του ρεπερτορίου των λυρικών θεάτρων όλου του κόσμου. Μόνο στην όπερα του Παρισιού έχουν δοθεί 2.000 παραστάσεις μέχρι το 1975!!! Άλλες δύο σημαντικές του όπερες είναι η «Μιρέιγ» και ο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1854, ολοκληρώνει μια Λειτουργία, η οποία είναι γνωστή με το προσωνύμιο «Λειτουργία της Αγίας Καικιλίας». Η πρώτη της εκτέλεση δίνεται στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου στο Παρίσι το 1855. Από εδώ και πέρα ο Γκουνό εδραιώνεται ως αξιοσημείωτος συνθέτης.
Από το 1870 ως το 1874 ο Γκουνό ζει στο Λονδίνο αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της σημερινής Βασιλικής Χορωδιακής Λέσχης. Το έργο αυτής της περιόδου είναι κατά βάση φωνητικό και χορωδιακό, γράφοντας Λειτουργίες, Ρέκβιεμ και Μοτέτα. Συνδέεται πλατωνικά με την τραγουδίστρια Τζωρτζίνα Ουέλντον, μια σχέση που τελείωσε εν μέσω αντιδικίας και φοβερής πικρίας. Για το υπόλοιπο της ζωής του επηρεασμένος από ένα βαθύ μυστικιστικό συναίσθημα στρέφεται και πάλι στη θρησκεία, γράφοντας έναν μεγάλο αριθμό θρησκευτικών έργων, όπως τα Ορατόρια για τα μεγάλα Αγγλικά Φεστιβάλ. Το Παπικό Εμβατήριο «Marche Pontificale» αποτελεί τον επίσημο «Εθνικό Ύμνο του Βατικανού». Βαθύτατα ρωμαιοκαθολικός ο ίδιος, διατηρούσε πάντα πάνω στο πιάνο του ένα μουσικό αναλόγιο με ανάγλυφη τη μορφή του Ιησού. Τιμήθηκε με τον τίτλο του Μεγάλου Αξιωματούχου της Λεγεώνας της Τιμής και το 1893 πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στο Σαιν-Κλου της Γαλλίας.
Χωρίς να υπερτιμούμε το ταλέντο του Γκουνό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σ’ αυτόν τον αγνό μουσικό οφείλεται η εξέλιξη της γαλλικής μουσικής, η ανεξαρτησία της από το γερμανικό ρομαντισμό και η διάσωση της γαλλικής όπερας από τον βαγκνερισμό.