Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
César Cui (1835-1918)
«Ο Στρατηγός – Μουσικός της Ομάδας των 5 Ρώσων»
Ρώσος συνθέτης και μουσικοκριτικός.
Γεννιέται στη Βίλνα της Λιθουανίας το 1835 από πατέρα Γάλλο που ήταν αξιωματικός και είχε πολεμήσει με τον Ναπολέοντα και μητέρα Ρωσίδα. Η οικογένειά του έχει 5 παιδιά και ασπάζεται τον καθολικισμό. Ο νεαρός Σέζαρ μεγαλώνει μαθαίνοντας γαλλικά, ρωσικά, πολωνικά και λιθουανικά, παίρνει μαθήματα πιάνου, μελετάει τα έργα του Σοπέν, κάνει κάποια θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Πολωνό συνθέτη Σ. Μονιούσκα, φωνητική με τον Νταργκομίνσκι και αρχίζει να συνθέτει μικρά κομμάτια σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Πριν από την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, πηγαίνει στην Αγία Πετρούπολη για να προετοιμαστεί για την εισαγωγή στην Πρότυπη Σχολή Μηχανικών, την οποία ξεκίνησε στο επόμενο έτος, σε ηλικία 16 ετών. Αποφοιτώντας από τη Σχολή συνεχίζει τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών με ειδίκευση στις οχυρώσεις και αρχίζει να διδάσκει σε στρατιωτικές ακαδημίες. Φτάνει μέχρι το βαθμό του Στρατηγού και τον ακαδημαϊκό βαθμό του Καθηγητή.
Η μεγάλη του αγάπη όμως και για τη μουσική αρχίζει σιγά σιγά να βρίσκει έδαφος από τη στγμή που γνωρίζει τον Μπαλάκιρεφ. Αρχίζει να συνθέτει σε πιο επαγγελματική βάση και κάνει μουσικοκριτικές. Συμβάλλει με 800 άρθρα περίπου σε διάφορες εφημερίδες και άλλα έντυπα σε Ρωσία και Ευρώπη Με την πένα του καλύπτει συναυλίες, ρεσιτάλ, μουσικά δρώμενα, νέες εκδόσεις μουσικής και προσωπικότητες του χώρου. Ένας σημαντικός αριθμός άρθρων του σχετίζονται με την όπερα. Επιπλέον, δημοσιεύει και άρθρα σχετικά με τις στρατιωτικές οχυρώσεις. Λόγω των κανόνων που σχετίζονταν με τη θέση του στον ρωσικό στρατό, τα πρώτα μουσικοκριτικά του άρθρα έπρεπε να δημοσιευθούν με ψευδώνυμο, το οποίο αποτελείται από τρεις αστερίσκους (***). Ωστόσο, στους μουσικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης, είναι σαφές ποιος είναι ο αρθρογράφος. Ο σαρκασμός είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό των κριτικών του. Πρωταρχικός στόχος του Κούι είναι να προωθήσει τη μουσική των σύγχρονων Ρώσων συνθετών, ιδιαίτερα των έργων της «Ομάδας των Πέντε».
Ο Κούι συνέθεσε πάνω σε όλες σχεδόν τις φόρμες της εποχής του, με εξαίρεση τη συμφωνία, το συμφωνικό ποίημα και τα κοντσέρτα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους της «Ομάδας των Πέντε». Τα έντεχνα τραγούδια του αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα των έργων του, περιλαμβάνοντας μερικά φωνητικά ντουέτα και πολλά τραγούδια για παιδιά. Αρκετά από αυτά είναι διαθέσιμα και σε εκδόσεις με ορχηστρική συνοδεία. Επιπλέον έγραψε έργα για πιάνο και για σύνολα δωματίου, πολυάριθμα χορωδιακά και διάφορα ορχηστρικά έργα, αλλά οι σημαντικότερες προσπάθειές του αντικατοπτρίζονται στις όπερές του. Εκτός από παιδική μουσική, μεταξύ των συνθέσεών του ξεχωρίζουν και άλλες τρεις ειδικές κατηγορίες έργων: κομμάτια εμπνευσμένα και αφιερωμένα στην κόμισσα Mercy-Argenteau, την οποία γνώριζε ο συνθέτης, έργα που σχετίζονται με τον «Κύκλο των Εραστών της Ρωσικής Μουσικής» και κομμάτια εμπνευσμένα από τον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο και τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι η κωμική όπερα «Ο γιος του Μανδρίνου», η τρίπρακτη όπερα «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου», η παιδική όπερα «Ο Παπουτσωμένος Γάτος» που είναι βασισμένη στον Περό και είχε μεγάλη απήχηση στη Γερμανία, το υπέροχο «Orientale», το «Bolero». Μερικά από τα διασημότερα τραγούδια του είναι, «Το άγαλμα στο Tsarskoye Selo» και «Το Καμμένο Γράμμα», βασισμένα σε ποιήματα του πιο αγαπημένου ποιητή του συνθέτη, Αλεξάντερ Πούσκιν.
Ο Κούι δεν θεωρείται ιδιαίτερα ταλαντούχος συνθέτης. Το ταλέντο του ξεδιπλώνεται στη «διάθεσης της στιγμής», όπως στα τραγούδια και τις σύντομες ενόργανες συνθέσεις του. Παρόλο που οι ικανότητές του ως ενορχηστρωτή έχουν υποβαθμιστεί από τον συμπατριώτη του και κορυφαίο ενορχηστρωτή Ρίμσκι-Κόρσακοφ, φαίνεται ότι η δραματική μουσική του μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα σχετικά με την ενορχήστρωση.
Η μουσική του δεν διακατέχεται από έντονο εθνικό πνεύμα όπως οι υπόλοιποι της «Ομάδας των 5». Θεωρούσε προοδευτικούς τον Μπερλιόζ και τον Λιστ, θαύμαζε τον Βάγκνερ για τις φιλοδοξίες του σε ό,τι αφορά το μουσικό δράμα, αλλά δε συμφωνούσε με τις μεθόδους του συνθέτη για την επίτευξή τους και ήταν φανερά εχθρικός με τους νεώτερους μοντερνιστές, όπως ο Μιχαήλ Γκλίνκα, Ρίχαρντ Στράους και ο Βενσάν ντ’ Ιντύ. Όπως και ο Σούμαν που ήταν το πρότυπό του, χρησιμοποίησε τα γράμματα του ονόματος της συζύγου του του ως μουσικό θέμα για ένα Σκέρτσο του.
Παντρεύεται τη Μαλβίνα Μπάμπεργκ με την οποία αποκτούν δυο παιδιά. Το 1916, ο Κιουί αρχίζει να τυφλώνεται, αν και είναι σε θέση να συνθέτει μικρά κομμάτια με υπαγόρευση. Πεθαίνει το 1918, στην Αγία Πετρούπολη, από εγκεφαλικό επεισόδιο και ενταφιάζεται δίπλα στη σύζυγό του, την οποία είχε χάσει πολλά χρόνια νωρίτερα, στο Λουθηρανικό νεκροταφείο Σμολένσκ της πόλης. Αργότερα, το σώμα του επανενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Τίχβιν, δίπλα στα υπόλοιπα μέλη της «Ομάδας των Πέντε».