Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
Carl August Nielsen (1865 – 1931)
«Αν μπορούσα να ζήσω ξανά τη ζωή μου, θα κυνηγούσα οποιεσδήποτε σκέψεις της Τέχνης από το μυαλό μου. Δυστυχώς, δεν είναι αξιοζήλευτο να είσαι καλλιτέχνης»
Carl August Nielsen
Δανός μαέστρος, συνθέτης και βιολιστής.
Ο Καρλ Νίλσεν γεννιέται στο Σόρτελουγκ της Δανίας το 1865 σε μια πάμφτωχη πολύτεκνη οικογένεια με μουσική παράδοση. Ο πατέρας του είναι αυτοδίδακτος μουσικός και παίζει βιολί και κορνέτα σε τοπικές γιορτές, ενώ η μητέρα του τραγουδάει. Ο μικρός γοητευμένος από τα μουσικά ακούσματα κάνει τις πρώτες του προσπάθειες σε ένα μικρό βιολί, ενώ οι γονείς του τον στέλνουν για μουσικά μαθήματα σε ένα δάσκαλο του χωριού. Χάρη στην επίμονη και φιλότιμη προσπάθειά του να δοκιμάζει διάφορα χάλκινα μουσικά όργανα, καταφέρνει να γίνει δεκτός στην μπάντα του 16ου τάγματος του στρατού στο Όντενσε. Αρχίζει να συνθέτει. Παρά την ενασχόλησή του με τη στρατιωτική μουσική, δεν παραμελεί το βιολί και αρχίζει ιδιαίτερα μαθήματα με τον Λάρσεν. Γράφεται στο Ωδείο της Κοπεγχάγης για βιολί, θεωρητικάκαι σύνθεση με δάσκαλο τον διευθυντή του ωδείου Νιλς Γκάντε, αποχωρεί από την μπάντα και αφοσιώνεται με πάθος στις μουσικές σπουδές του. Το 1887 εμφανίζεται ως βιολιστήςστο Μέγαρο Μουσικής του Τίβολι, ενώ λίγο αργότερα κάνει το ντεμπούτο του ως συνθέτης με το «Κουαρτέτο σε φα ελάσσονα». Το 1889 παίρνει μια θέση στα δεύτερα βιολιά στη Βασιλική Ορχήτσρα της Δανίας. Από αυτή τη θέση συμμετέχει σε πρεμιέρες έργων σπουδαίων ευρωπαίων συνθετών. Διορίζεται βοηθός μαέστρου και μετά τη συνταξιοδότηση του Σβένσεν, ανέλαβε τη διεύθυνση της Ορχήστρας. Παραδίδει μαθήματα βιολιού και κερδίζει υποτροφία για να επισκεφθεί την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του παίρνει πολλές πληροφορίες για τη μουσική και τις διάφορες τέχνες. Υποκλίνεται στη μουσική του Μπαχ και του Μότσαρτ, εναντιώνεται στις όπερες του Βάγκνερ και έχει μια στάση αμφιβολίας για τηγερμανική ρομαντική μουσική του 19ου αιώνα. Γνωρίζεται με τον πιανίστα και συνθέτη Φ. Μπουζόνι και διατηρούν αλληλογραφία γιαπερισσότερα από τριάντα χρόνια. Λίγο μετά την άφιξή του στο Παρίσι την άνοιξη του 1891, γνωρίζει και παντρεύεται τη Δανίδα γλύπτρια Άννα Μαρία Μπόντερσεν, με την οποία αποκτούν τρία παιδιά. Ο γάμος τους είναι ένας «αγώνας αγάπης» και μια «συνάντηση μυαλού». Η Άννα είναι φιλόδοξη και δεν είναι λίγες οι φορές που τον αφήνει μόνο για να ταξιδέψει μακριά, ώστε να χτίσει την καριέρα της. Αγανακτισμένος ο Νίλσεν βγάζει το θυμό του στις συνθέσεις εκείνης της περιόδου, στην όπερα «Σαούλ και Ντέιβιντ», στη «Συμφωνία αρ.2» και στην καντάτα «Hymnus amoris».
Τα έργα του χαρακτηρίζονται ως μέτρια και δεν τον βοηθούν να αποκτήσει ιδιαίτερη αναγνώριση. Παρόλ’ αυτά, η πρεμιέρα της «Συμφωνίας αρ.1» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και συμβάλλει αποφασιστικά στη φήμη του. Του ζητείται να γράψει μουσική για θέατρο και καντάτες για ειδικές περιστάσεις. Το 1916 διορίζεται στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής της Κοπεγχάγης, θέση που κρατά μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι συνεχείς εντάσεις με τη σύζυγό του και η απόσταση μεταξύ τους του δημιουργεί εσωτερική ένταση, η οποία συμπίπτει και με τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο συνθέτης είναι ιδιαίτερα αναστατωμένος γιατί ο εκδότης W. Hansen δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση των πιο μεγάλων έργων του. Η έκτη και τελευταία συμφωνία του, «Sinfonia semplice» γράφεται το 1924–25. Αφού υπέστη σοβαρή καρδιακή προσβολή το 1925, ο Nielsen αναγκάζεται να περιορίσει μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του, αν και συνεχίζει να συνθέτει μέχρι το θάνατό του. Τα εξηκοστά γενέθλιά του φέρνουν πολλά συγχαρητήρια και επαίνους από σπουδαίες προσωπικότητες, από τη σουηδική κυβέρνηση, μία συναυλία και μια δεξίωση προς τιμήν του στην Κοπεγχάγη. Όμως η διάθεσή του είναι πολύ άσχημη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Νίλσεν γράφει ένα μικρό βιβλίο με δοκίμια και την αυτοβιογραφία του. Παθαίνει συνεχόμενες καρδιακές προσβολές και πεθαίνει περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του τον Οκτώβριο του 1931 στο νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Η ταφή του γίνεται στο νεκροταφείο Βέστρε της Κοπεγχάγης με μουσική συνοδεία συνθέσεών του. Το 1939 η σύζυγός του επιδοτεί την ανέγερση του μνημείου Νίλσεν στο κέντρο της Κοπεγχάγης.
Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από έντονους ρυθμούς, γενναιόδωρη ενορχήστρωση, αρμονικό πλούτο και λυρικότατες μελωδικές γραμμές. Ο Νίλσεν μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή την αναγεννησιακή πολυφωνία, η οποία εξηγεί μέρος του μελωδικού και αρμονικού πλούτου της μουσικής του. Έχει γράψει συμφωνίες, όπερες, καντάτες, μουσική δωματίου, ορχηστρική μουσική, έγρα για πιάνο. Η όπερά του «Maskarade» είναι το εθνικό σύμβολο της χώρας του.
«…ένα φτωχό αγόρι … περνώντας από αντιξοότητες και λιτότητα … βαδίζει στην Κοπεγχάγη και … έρχεται για να κατακτήσει τη θέση ως άγνωστος Βασιλιάς»
Hans Kristian Andersen
«Μερικές φορές θα έβρισκε αξιοσημείωτες ιδέες στην υποτιθέμενη καθαρή ορχηστρική μουσική του. Μερικές φορές ένα κείμενο ή σενάριο τον ανάγκασαν να εφεύρει ζωντανές μουσικές εικόνες τις οποίες αργότερα θα μπορούσε να τις στρέψει σε πιο αφηρημένη χρήση.
Κριτική ανώνυμου