Bela Bartok (1881-1945)
«Κάθε μια από τις λαϊκές μελωδίες μας είναι
ένα πραγματικό μοντέλο καλλιτεχνικής τελειότητας»
Bela Bartok
Ούγγρος συνθέτης, πιανίστας και εθνομουσικολόγος.
Ο Μπέλα Μπάρτοκ γεννιέται το 1881 στην περιοχή Μπανάτ της τότε Αυστροουγγαρίας. Οι γονείς του, υπηρετώντας άλλα επαγγέλματα, είναι και ερασιτέχνες μουσικοί και εκπαιδεύουν τον γιο τους από πολύ νωρίς στα κρουστά και στο πιάνο. Στην ηλικία των δέκα ετών γνωρίζει πολύ καλά πιάνο και αρχίζει να συνθέτει. Ήδη αρχίζει να γίνεται γνωστός από τις εμφανίσεις του ως νεαρός πιανίστας παρουσιάζοντας έργα γνωστών συνθετών, αλλά και δικά του. Στα δεκαοκτώ του χρόνια αρχίζει επίσημα τις σπουδές του στο πιάνο και στη σύνθεση, στη Βασιλική Ακαδημία της Μουσικής στη Βουδασπέστη. Εδώ ακριβώς γνωρίζεται με τον Κόνταϊ και διατηρούν μια δυνατή φιλία και μουσική συνεργασία εφ’όρου ζωής. Τα πρώτα του έργα είναι κάπως επηρεασμένα από τον Ρίχαρντ Στράους και κατατάσσονται στον όψιμο ρομαντισμό. Συνθέτει το σπουδαίο συμφωνικό ποίημα «Κόσουτ», προκειμένου να τιμήσει τον Κόσουτ, ήρωα της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848. Σε επίσκεψή του σε παραθεριστικό θέρερτο, εντυπωσιάζεται από τα τραγούδια της Τρανσυλβανίας που έχει την τύχη να ακούσει. Από εδώ και στο εξής αφυπνίζεται το ενδιαφέρον του για την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική, που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ και αφιερώνει τεράστιο μέρος των συνθέσεών του σε αυτό το είδος μουσικής.
Το 1906 παίρνει τη θέση του καθηγητή πιάνου στη Βασιλική Ακαδημία της Βουδαπέστης, θέση που θα κρατήσει για τα τριάντα περίπου επόμενα χρόνια. Από αυτό το σημείο ξεκινά η πιο δημιουργική πτυχή της ζωής του. Αρχίζει τη συλλογή λαϊκών μελωδιών από τις γύρω χώρες και τις χρησιμοποιεί στα έργα του. Η μουσικές του συνθέσεις αυτής της εποχής εκδόθηκαν υπό τον τίτλο «Hungarian Folk Music».
Κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου συλλέγει, με τη βοήθεια του Κόνταϊ, λαϊκές μελωδίες από τους στρατιώτες. Δεν επιστρατεύθηκε λόγω προβλημάτων υγείας από την παιδική του ακόμη ηλικία. Από τη λήξη του πολέμου και ύστερα οι συνθέσεις του παίρνουν τον χρώμα του εξπρεσιονισμού και ιδιαίτερα την επίδραση του Στραβίνσκι.
Κάνει δύο γάμους και αποκτά δύο παιδιά. Με τη λήξη της σύμβασής του ως καθηγητής πιάνου στη Βασιλική Ακαδημία της Βουδαπέστης, παίρνει τη θέση του Εθνομουσικολόγου στην Ακαδημία Τεχνών της Βουδαπέστης. Κάνει συναυλίες στην Ευρώπη και στην Αμερική. Το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια του απονέμει τον τίτλο του Διδάκτορα της Μουσικής και του αναθέτει τη μεταγραφή της μεγάλης συλλογής ηχογραφήσεων λαϊκών ασμάτων της Γιουγκοσλαβίας «Millman – Parry». Παράλληλα, με τη δεύτερη σύζυγό του που είναι και πιανίστα, μεταφράζουν αρκετά βιβλία της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου από τα Ουγγρικά. Παρά το γεγονός ότι έχει πολλούς φανατικούς υποστηρικτές, νιώθει πολύ περήφανος για να δέχεται δωρεές και ζει, σχετικά άνετα, με τις αμοιβές της εργασίας του. Ωστόσο, η υγεία του, που πάντα ήταν επισφαλής, αρχίζει να επιδεινώνεται ήδη από το 1940, οπότε ο δεξιός του ώμος εμφάνισε ακαμψία. Οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ιατρική του φροντίδα τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του καλύφθηκαν από την ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Κολούμπια και αυτή ήταν η μόνη δωρεά που δέχτηκε. Πολύ γρήγορατα τα συμπτώματα γίνονταιπερισσότερο έντονα και διαγνώσκεται με λευχαιμία σε προχωρημένο στάδιο. Παρόλη της κακουχία από την ασθένεια συνεχίζει να συνθέτει. Πεθαίνει στη Νέα Υόρκη το 1945 και είναι θαμμένος στο κοιμητήριο του Φέρνκλιφ στο Χάρτσντεϊλ της Νέας Υόρκης.
Ως συνθέτης δημιουργεί ένα τελείως προσωπικό ύφος που μέσα του βρίσκονται στοιχεία από τη λαϊκή μουσική που αγάπησε. Στα πρώτα χρόνια, η αναγνώριση της αξίας του ως συνθέτη από το κοινό δεν είναι εύκολη. Η πρωτοποριακή, για την εποχή, μουσική του συναντά αρχικά αντιδράσεις. Αργότερα όμως τα πράγματα αλλάζουν. Κι ενώ αρχικά στις συνθέσεις του διακρίνονται δωδεκαφθογγικά στοιχεία σιγά-σιγά στρέφεται προς το νεοκλασσικισμό του Στραβίνσκι, όπως προαναφέρθηκε. Η παραγωγή του είναι πολύ μεγάλη. Ως εθνομουσικολόγος, συλλέγει με πάθος τους λαϊκούς θησαυρούς γιατί δεν τον ενδιαφέρει απλά η μουσικολογική έρευνα, αλλά και οι άνθρωποι, που καλλιτεχνική τους έκφραση αποτελεί η λαϊκή μουσική. Μάλιστα θεωρεί τις λαϊκές μελωδίες πρότυπα καλλιτεχνικής έκφρασης. Συγκεκριμένα έχει καταγράψει κι έχει ηχογραφήσει πάνω σε φωνογραφικό ρολό περίπου 10.000 λαϊκές μελωδίες ουγγρικές, σλοβάκικες, ρουμάνικες, ουκρανικές, σερβοκροάτικες, βουλγάρικες, τουρκικές, αραβικές κ.α. εργασία μιας ποσότητας και επιστημονικής ποιότητας που δεν έχει προηγούμενο! Ως καθηγητής πιάνου θεώρησε ότι πρέπει να γράψει τον«Μικρόκοσμο», μια σειρά 153 κομματιών από τα πιο εύκολα μέχρι τα πιο δύσκολα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ου αιώνα και μαζί με τον Λιστ οι σπουδαιότεροι συνθέτες της Ουγγαρίας.
«Πρέπει να φύγω κι έχω ακόμη πολλά να πω!…»
Bela Bartok
στο γιατρό του λίγο πριν πεθάνει
Άγαλμα του Μπάρτοκ στην Ουγγαρία