Gaetano Donizetti (1797-1848)
«Έχω ένα τεράστιο μυαλό, γρήγορο ταλέντο, έτοιμη φαντασία – και είμαι ένας κεραυνός στη σύνθεση»
Gaetano Donizetti
Ιταλός συνθέτης όπερας της ρομαντικής εποχής.
Ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι γεννιέται στο Μπέργκαμο της επαρχίας της Λομβαρδίας, σε μια φτωχική και μικροαστική οικογένεια που δεν έχει σχέση με μουσική και τέχνη. Παίρνει τα πρώτα του μαθήματα μουσικής από τον Σίμον Μάυρ, έναν γερμανό οπερατικό συνθέτη, που ήταν μουσικός διευθυντής στην τοπική εκκλησία. Από πολύ μικρός γίνεται μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας, και καταφέρνει το 1806 να εισαχθεί με υποτροφία στη νεοσύστατη από τον Μάυρ μουσική σχολή Lezioni Caritatevoli, όπου και εκπαιδεύεται στην αντίστιξη και τη φούγκα. Αρχίζει να παίρνει παραγγελίες για σύνθεση έργων των οποίων οι παρουσιάσεις εντυπωσιάζουν και σύντομα κάνει συμβόλαιο με την όπερα της Νάπολης και αργόερα με του Μιλάνου και της Ρώμης. Η πραγματική αναγνώριση του ονόματός του και του έργου του έρχεται με την όπερα «Άννα Μπολένα» και αρχίζει πλέον να βαδίζει στα χνάρια του Μπελίνι και του Ροσίνι. Η καριέρα του απογειώνεται με την πασίγνωστη πλέον όπερα «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», έργο βασισμένο στη νουβέλα του Γουόλτερ Σκοτ «Η νύφη του Λαμερμούρ. Σ’ αυτήν οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της φήμης του και αποτελεί συνάμα τον ακρογωνιαίο λίθο του μπελ κάντο, που την κατατάσσει πλάι στη Νόρμα του Μπελλίνι. Κατόπιν αυτής της επιτυχίας οι παραγγελίες για όπερες έρχονται πλέον τόσο από την Ιταλία όσο και από τη Γαλλία. Μεταξύ άλλων γράφει τον «Πολιούτο», που λογοκρίνεται από τις αρχές, καθώς το ιερό του θέμα τον καθιστά ανάρμοστο για τη σκηνή.
Ό,τι αφορά στην προσωπική του ζωή, ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, έκανε τη δική του οικογένεια και με τη σύζυγό του, απέκτησαν τρία παιδιά, από τα οποία κανένα δεν επέζησε. Ένα χρόνο μετά τον θάνατο των γονιών του χάνει και τη γυναίκα του, ενώ περί το 1843 ο ίδιος εμφανίζει συμπτώματα εγκεφαλικής σύφιλης και πιθανής διπολικής διαταραχής. Σε γράμμα προς τους φίλους του έγραφε: «Δεν είμαι καλά. Είμαι στα χέρια ενός γιατρού. Είμαι μισοκατεστραμμένος, είναι ένα θαύμα που είμαι ακόμα στα πόδια μου». Τρία χρόνια πριν τον θάνατό του εισάγεται σε ίδρυμα αποκατάστασης και αργότερα μεταφέρεται στο Παρίσι, όπου και λαμβάνει την απαραίτητη φροντίδα. Πολλοί φίλοι και συνάδελφοι τον επισκέπτονται, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Τζουζέπε Βέρντι. Σύμφωνα με την επιθυμία του επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Μπέργκαμο, όπου, σε κατάσταση ημιάνοιας, αφήνει το 1848 την τελευταία του πνοή, στην οικία της ευγενούς οικογενείας Σκόττι. Αρχικά θάφτηκε στο κοιμητήριο του Βαλτέσσε, ωστόσο στα τέλη του 19ου αιώνα η σoρός του μεταφέρεται στη Βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζιόρε του Μπέργκαμο, πλάι στο μνήμα του πρώτου του δασκάλου, Σίμον Μάυρ.
Έγραψε ορχηστρικά και χορωδιακά έργα, μουσική δωματίου, κοντσέρτα, έργα για πιάνο, αλλά η φήμη του δημιουργήθηκε από τις επιτυχημένες του όπερες.
Από τις 75 περίπου όπερες σοβαρές και κωμικές που έγραψε, λίγες μόνο ανεβάζονται σήμερα, κυρίως οι «Λουκρητία Βοργία», «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», «Ντον Πασκουάλε», «Άννα Μπολένα», «Ελιξήριο του έρωτα», «Το κορίτσι του συντάγματος» που είναι μερικά από τα αριστουργήματά του. Ενώ πολλές από τις όπερές του γράφονται κάπως αφρόντιστα μέσα σε λίγες μέρες, η αντιζηλία του για τον Μπελίνι τον αναγκάζουν να περιορίζει τη χειμαρρώδη του δραστηριότητα και να γράφει έτσι με περισσότερη προσοχή. Το όνομά του είναι δεμένο με το bel canto και τη γοητεία της φωνητικής δεξιοτεχνίας.
Ο τάφος του Ντονιζέτι στο Μπέργκαμο