Nicoló Paganini (1782-1840)
«Τους ικανούς ζηλεύουν, τους ταλαντούχους βλάπτουν, τους μεγαλοφυείς μισούν».
Nicoló Paganini
Ο δαιμόνιος δεξιοτέχνης
Ιταλός βιολιστής και συνθέτης.
Γεννήθηκε στη Γένοβα το 1782 σε μια φτωχική οικογένεια. Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής απ’ τον πατέρα του, ο οποίος του δίδαξε μαντολίνο και βιολί και στα εννέα του χρόνια εμφανίζεται στο κοινό ως βιολιστής με καταπληκτική επιτυχία. Άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα με τον επαγγελματία βιολιστή της θεατρικής ορχήστρας Τζιοβάνι Τσερβέτο, ενώ αργότερα με τον Τζιάκομο Κόστα και σύνθεση με τον Φραντσέσκο Νιέκο. Από την ηλικία των δώδεκα ετών συνέθετε και έδινε συναυλίες σε εκκλησίες και ιδιωτικούς χώρους, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτες δεξιότητες. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Πάρμα, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του με τον Αλεσάντρο Ρόλα, ο οποίος εντυπωσιασμένος από την τεχνική του νεαρού Παγκανίνι θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να του μεταδώσει περισσότερες γνώσεις και τον προέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα σύνθεσης με τον Φερντινάντο Παέρ. Στα τέλη του 1796, ο Παγκανίνι επέστρεψε στη Γένοβα ως ολοκληρωμένος πλέον μουσικός και έχοντας διευρύνει σημαντικά τις γνώσεις του στους τομείς της σύνθεσης και της ενορχήστρωσης. Έζησε για λίγο στο Λιβόρνο και κατόπιν δεκα συνεχόμενα χρόνια στη Λούκα συνεχίζοντας να δίνει συναυλίες και επιδεικνύοντας ίσως για πρώτη φορά στοιχεία τον ατίθασο χαρακτήρα του και της ανορθόδοξη συμπεριφορά του. Σύντομα απέκτησε σημαντική φήμη ως βιρτουόζος του βιολιού και το 1805 απέκτησε τη θέση του πρώτου βιολιστή στην ορχήστρα της Αυλής της αδελφής του Ναπολέοντα Ελίζας, μεγάλης δούκισσας της Τοσκάνης. Εκεί είχε την ευκαιρία να προσφέρει μαθήματα μουσικής στον πρίγκηπα Φελίτσε Μπατσιόκι, σύζυγο της Ελίζας, και να διευθύνει τη νέα αυλική ορχήστρα. Παράλληλα συνέχισε να συνθέτει, ολοκληρώνοντας αρκετές σονάτες για βιολί και κιθάρα, καθώς και το πρώτο σημαντικό έργο του για βιολί και ορχήστρα, το οποίο γράφτηκε για τον εορτασμό των γενεθλίων του Ναπολέοντα και πήρε το όνομά του. Σιγά- σιγά άρχισε να απομακρύνεται από την Αυλή, ώσπου την εγκατέλειψε και ακολούθησε καριέρα αυτόνομου μουσικού. Έτσι, άρχισε τις περιοδείες του σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως Αυστρία, Τσεχία, Γερμανία, Πολωνία, Γαλλία, Ιρλανδία, Σκωτία, στις οποίες έδωσε πολυάριθμες συναυλίες (μέχρι και 150 ανά έτος!!) με το αγαπημένο του όργανο, το βιολί του κατασκευαστή Guarneri del Gesù, κατασκευασμένο το 1742, το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «Το κανόνι» και απέκτησε τεράστια περιουσία.
Το 1832 ο Παγκανίνι στράφηκε για πρώτη φορά προς τη βιόλα, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως συνθέτης. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ζήτησε από τον Μπερλιόζ να συνθέσει ένα κοντσέρτο για βιόλα, όμως απέρριψε τα προσχέδια του έργου και δύο χρόνια μετά ολοκλήρωσε ο ίδιος τη «Σονάτα για μεγάλη βιόλα» σε ντο μείζονα, προσαρμοσμένη στην εκτελεστική δεινότητα του ίδιου. Ο όρος «μεγάλη βιόλα» οφείλεται στον τύπο του οργάνου που χρησιμοποίησε ο Παγκανίνι, μία βιόλα μεγάλων διαστάσεων που δανείστηκε από φιλο του. Η σονάτα για βιόλα του Παγκανίνι συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών στο ρεπερτόριο για βιόλα του 19ου αιώνα. Λίγο αργότερα επέστρεψε στην Πάρμα, όπου διορίστηκε από τη Μαρία Λουίζα της Αυστρίας ως σύμβουλος της ορχήστρας του Δούκα. Συνέβαλε στην αναμόρφωσή της, επωφελούμενος από τις επαφές του με τις κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης, αύξησε τον αριθμό των μελών της και την κατέστησε μία από τις κορυφαίες ιταλικές ορχήστρες. Σύντομα εγκατέλειψε και αυτή τη θέση του και το επόμενο διάστημα έζησε στο Τορίνο, στη Μασσαλία και στη Νίκαια, πριν επιστρέψει στη Γένοβα κατά τις αρχές του 1837. Τον ίδιο χρόνο, συμμετείχε ως μέτοχος ενός καζίνο που έφερε το όνομά του, στο Παρίσι, χώρο στον οποίο έδινε επίσης δύο συναυλίες την εβδομάδα. Η κακή κατάσταση της υγείας του όμως δεν του επέτρεπε να είναι συνεπής στους αρχικούς του σχεδιασμούς και σύντομα η επιχείρηση αυτή απέτυχε οικονομικά. Ο Παγκανίνι αντιμετώπισε την κατηγορία της αθέτησης συμβολαίου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να καταβάλει ένα υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Κατά την περίοδο αυτή, η σταδιοδρομία του ως εκτελεστή και βιρτουόζου του βιολιού είχε φθάσει στο τέλος της. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με το εμπόριο εγχόρδων οργάνων, τομέα στον οποίο φιλοδοξούσε να διακριθεί εκμεταλλευόμενος την αξιοπιστία τού ονόματός του.
Πέθανε το 1840 από φυματίωση και η σορός του βασανίστηκε πολύ μέχρι να ταφεί (1845) στο ναό της Santa Maria della Steccata στην Πάρμα. Μετά από 22 ακόμη χρόνια ο μοναχογιός του Παγκανίνι κληρονόμος της κολοσσιαίας κληρονομιάς του πατέρα του ανήγειρε περισπούδαστο τάφο στο νεκροταφείο της Πάρμας όπου και απετέθηκαν οριστικά τα πολυπαθή λείψανα.
Θεωρείται ο σπουδαιότερος βιρτουόζος βιολιστής όλων των εποχών.
Η μακάβρια εμφάνισή του προς το τέλος της ζωής του με τα μάτια του να μπαίνουν βαθειά μέσα στο σκελετωμένο του πρόσωπο και τα απίθανα επιμηκυσμένα του δάκτυλα σε συνδυασμό με τη δεισιδαιμονία και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του στάθηκαν ικανά να τον περιβάλει η φήμη διαβολικού όντος. Η τεχνική του αρτιότητα και η εξαιρετική δεξιοτεχνία του, που οφειλόταν και στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κρατούσε το βιολί, εξηγήθηκε στην εποχή του μέσα από διάφορους μύθους, θρύλους και ιστορίες τρέλας, με τον πλέον διαδεδομένο μύθο να θεωρεί πως είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο προκειμένου να αποκτήσει υπερφυσικές ικανότητες στην εκτέλεση του βιολιού. Φυσικά αυτό πρέσβευαν οι αντίζηλοι και οι επικριτές του. Τον αποκαλούσαν «Ο Μάγος της Μεσημβρίας». Έφερε επανάσταση στην τεχνική της ερμηνείας του βιολιού και επηρέασε βαθύτατα πολλούς άλλους συνθέτες της ρομαντικής εποχής. Όχι μόνο βιολονίστες των επόμενων γενεών αλλά και βιρτουόζοι του πιάνου, όπως ο Λιστ, ο Σούμαν και ο Μπραμς, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Η μουσική του, αγέρωχη μπροστά στις τεχνικές δυσκολίες, έχει να παρουσιάσει πολύ περισσότερα από απλή ακροβατική δεξιοτεχνία. Η μεγάλη εκφραστική της δύναμη συνδυάζεται με ευγένεια και βαθιά ρομαντική ευαισθησία. Έγραψε τεχνικά δύσκολες συνθέσεις για να τις παίζει ο ίδιος. Υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση των αρμονικών. Κούρδιζε το όργανό του για να πετυχαίνει ειδικά αποτελέσματα, χρησιμοποιούσε με ποικίλους τρόπους το δοξάρι και αξιοποίησε το staccato (κοφτό) και το pizzicato (τσιμπητό) όπως ποτέ κανείς πιο πριν. Η τονική του ακρίβεια υπήρξε εκπληκτική. Το έργο του απαρτίζεται από σπουδαίες συνθέσεις και δύσκολες τεχνικά όπως: 24 καπρίσια, 3 κοντσέρτα για βιολί, σονάτες, έργα για βιολί και κιθάρα κ.λ.π. Ορισμένοι συνθέσεις του αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία έργων από άλλους συνθέτες. Ο Λιστ έγραψε τις «6 σπουδές Παγκανίνι», ο Σούμαν «Σπουδές για πιάνο», ο Μπραμς «Παραλλαγές πάνω σ’ ένα καπρίτσιο του Παγκανίνι», ο Ραχμάνινοφ τη «Ραψωδία για πιάνο και ορχήστρα» κ.α.
«Είναι μια στήλη από φλόγες και σύννεφα»
Johann Wolfgang Goethe
«Κρύβει ήχους που το αυτί δεν μπορεί να διακρίνει, μόνο η ψυχή μπορεί να τους ονειρευτεί»
Christian Johann Heinrich Heine
«Αυτός ο διάβολος και αυτός ο άγγελος»
«Έχει κλείσει την ψυχή μιας ερωμένης μέσα στο εύηχο φέρετρο του βιολιού του»
Pierre Jules Théophile Gautier
«Πόσος πόνος, βάσανα και δυστυχία σ’ αυτές τις τέσσερις χορδές!»
Franz Liszt
«Ο ερχομός του Παγκανίνι κέντησε τον Λιστ να σπρώξει στο έπακρο το πιανιστικό δεξιοτεχνικό του δαιμόνιο και να επιχειρήσει ακρότητες τολμηρές»
«Φαίνεται πως ο Λιστ, μέσα στο έργο αυτό (σπουδές υπερδεξιοτεχνίας από Καπρίτσια του Παγκανίνι-μεταγραφή και διασκευή για πιάνο από τον Λιστ), θέλησε να καταγράψει όλη την πείρα και να αποκαλύψει όλα τα μυστικά της τέχνης του στις μελλούμενες γενεές»
Robert Schumman
«Κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης νυχτερινής τελετής στην εκκλησία, το κοντσέρτο μου ξεσήκωσε τέτοιον ενθουσιασμό, που όλοι οι καλόγεροι έτρεξαν έξω να επιβάλλουν σιωπή στο λαό»
Nicoló Paganini
«Υπήρχε κάτι το καταπληκτικό και μυστηριώδες στην ευκολία που είχε ο Παγκανίνι να εκτελεί πάντοτε κατά τρόπο ανεπήλιπτο αφάνταστα δύσκολα μουσικά μέρη. Δίχως ποτέ ν’ αγγίζει το βιολί του παρά μονάχα την ώρα των συναυλιών και των δοκιμών!!»
«Μια μεγάλη αξία πρέπει ν’ αποδοθεί στις συνθέσεις του Παγκανίνι τόσο για τις καινούριες ιδέες τους, όσο και για την κομψότητα της φόρμας, τον πλούτο της αρμονίας και τ’ αποτελέσματα της ενοργάνωσης. Αλλά τα έργα αυτά χρειάζονται τη μαγεία του ταλέντου του για να δημιουργήσουν την εντύπωση που εκείνος προκαλούσε μ’ αυτά»
Φετίς
αρχιμουσικός στο βασιλικό παρεκκλήσιο των Βέλγων
και βιογράφος του Παγκανίνι