Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής

Giuseppe Verdi (1813-1901)

«Λατρεύω την τέχνη…όταν είμαι μόνος με τις νότες μου, η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου»
Giuseppe Verdi

Ο πατριώτης μελωδός
Κορυφαίος ιταλός συνθέτης όπερας.
Ένα μικρό χωριουδάκι στους πρόποδες των Απεννίνων, η Ρονκόλα, είναι η γενέτειρα ενός λυρικού συνθέτη που θα αποτελέσει το ιταλικό αντίβαρο στον Γερμανό Βάγκνερ. Τα πρώτα χρόνια του Βέρντι που κατάγεται από μια ταπεινή οικογένεια χωρικών σημαδεύονται από τις λεηλασίες στρατιωτικών ορδών που έχουν κατακλύσει την πατρίδα του. Και ο ίδιος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του θα διαθέσει τις δυνάμεις του για μια Ιταλία ελεύθερη και ενωμένη.
Στο Μπουσέτο, μια μικρή πόλη κοντά στο χωριό του, θα πάρει τα πρώτα του μουσικά μαθήματα και θα γράψει τα πρώτα μικρά κομμάτια για την τοπική φιλαρμονική, την εκκλησία και τις παρέες του. Στα δεκαεννέα του χρόνια αποφασίζει να πάει για σπουδές στο Μιλάνο. Όμως οι «ειδικοί» του Ωδείου τον θεωρούν ακατάλληλο και δεν τον δέχονται κι έτσι αναγκάζεται να πάρει ιδιαίτερα μαθήματα. Στα 1836 παντρεύεται μια απλή κοπέλα και τρία χρόνια αργότερα γράφει την όπερά του «Ουμπέρτο» που αγοράζεται από τον εκδοτικό οίκο Ricordi.
Η επόμενη χρονιά είναι ίσως η πιο δύσκολη στη ζωή του Ιταλού συνθέτη: εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, πεθαίνουν τρία αγαπημένα του πρόσωπα, η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Η θλίψη του τον κάνει να γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όμως η μουσική είναι πιο δυνατή κι έτσι τον ξαναβρίσκουμε στο Μιλάνο όπου στα 1842 παρουσιάζει το αριστούργημά του, την όπερα «Ναμπούκο», που γνωρίζει θριαμβευτική επιτυχία, όπως και οι «Λομβαρδοί» και ο «Ερνάνι» που ακολουθούν. Από τότε ο Βέρντι αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεση όπερας. Ήταν η αρχή μιας θριαμβευτικής σταδιοδρομίας που συνδέθηκε πολύ στενά με τις προσπάθειες για την πολιτική ένωση της Ιταλίας. Μια τάση που ο ίδιος ενθάρρυνε με τη θεματολογία των έργων του, τα οποία, εμπνευσμένα από το ιστορικό παρελθόν και επενδυμένα με εντυπωσιακά χορωδιακά, δημιουργούσαν εύκολα στο κοινό συνειρμούς με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Οι τρεις αυτές όπερες ξεσηκώνουν τον πατριωτικό ενθουσιασμό των Ιταλών ενάντια στη αυστριακή κατοχή. Από το 1851 μέχρι το 1853 γράφει άλλες τρεις σημαντικές όπερες: «Ριγκολέτο», «Τροβατόρε» και «Τραβιάτα». Ακολουθεί ο «Σικελικός Εσπερινός» με την ωραιότατη εισαγωγή του και ο «Χορός Μεταμφιεσμένων». Την ίδια χρονιά παντρεύεται την τραγουδίστρια Τζουζεπίνα Στρεπόνι, που για πολλά χρόνια υπήρξε σπουδαία σύντροφος καθώς άσκησε ευεργετική επίδραση στον συνθέτη.
Η ζωή και η καριέρα του Βέρντι συνδέθηκαν στενά με τα πολιτικά γεγονότα και τους αγώνες της πατρίδας του για ανεξαρτησία, όπως προαναφέρθηκε. Το όνομά του γίνεται επαναστατικό σύμβολο και όταν οι Ιταλοί καλύπτουν τους τοίχους με το σύνθημα Viva Verdi, γνωρίζουν το κρυφό μήνυμα, «Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ, Βασιλιάς της Ιταλίας».
Αργότερα ο Βέρντι θα εκπροσωπήσει στο κοινοβούλιο τον ιταλικό λαό ως βουλευτής. Η ανάμειξή του σ’ αυτά τα πολιτικά γεγονότα είναι φυσικό να καθυστερεί την καλλιτεχνική του παραγωγή. Έτσι, στα τελευταία 35 χρόνια της ζωής του συνθέτει μόνο επτά όπερες.
Στα 1862 γράφει για την Αγία Πετρούπολη τη «Δύναμη του πεπρωμένου». Λίγο αργότερα τον «Ντον Κάρλος». Στη συνέχεια η Αιγυπτιακή κυβέρνηση του παραγγέλνει μια όπερα για τα εγκαίνια της όπερας του Καΐρου και για να γιορταστεί και η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Γράφεται έτσι η «Αΐντα», θέμα που εντυπωσιάζει και μουσική που συγκινεί. Ο Βέρντι εδώ βρίσκεται σε πλήρη ωριμότητα με πιο πλούσια ορχήστρα που συμμετέχει πιο ενεργά στη δράση. Ώπως είναι φυσικό με την «Αΐντα» ο Βέρντι αποθεώνεται.
Όταν στα 1873 πεθαίνει ο μεγάλος Ιταλός συγραφέας Μαντσόνι, ο Βέρντι που τον θαύμαζε γράφει το περίφημε Ρέκβιεμ, σε ένα ύφος πολύ πιο θεατρικό από το αντίστοιχο του Φωρές ή του Μότσαρτ. Με τον «Οθέλλο» και τον «Φάλσταφ», έργα βασισμένα πάνω σε κείμενα του αγαπημένου του Σαίξπηρ, δραματικό το πρώτο, κωμικό το δεύτερο, ο Βέρντι αγγίζει το ζενίθ της δημιουργίας του.
Ο μεγάλος αυτος συνθέτης, με τον οποίο η ιταλική όπερα φτάνει στο απόγειό της, αν και δίνει βαρύτητα στο ρόλο της ορχήστρας, παραμένει καθαρόαιμος ιταλός μελωδιστής. Αποφεύγει την επίδραση του Βάγκνερ και μένει πάντα τελείως ανθρώπινος, αντίθετα από τον σύγχρονό του Γερμανό συνθέτη. Καταργώντας τα ρετσιτατίβι έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα στη δημιουργία ωραιότατων χορωδιακών σαν κι αυτά που ακούμε στον «Ναμπούκο», στον «Τροβατόρε» κι αλλού.
Ο Βέρντι μέχρι το τέλος της ζωής του είναι ένας φλογερός πατριώτης και ανθρωπιστής. Αρνείται την κατασκευή του αγάλματός του και προτιμά να διετεθούν αυτά τα χρήματα σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μεταξύ άλλων, χρηματοδότησε την ανέγερση και τη λειτουργία ενός νοσοκομείου και δημιούργησε έναν Οίκο Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς, σε μια κρύπτη του οποίου τάφηκε και ο ίδιος. Τιμημένος και καταξιωμένος, ο αγαπημένος του ιταλικού λαού, πεθαίνει σε βαθειά γεράματα στο Μιλάνο με τη χαραυγή του 20ου αιώνα.

« Να αντιγράφεις την αλήθεια είναι καλό πράγμα, όμως το να ανακαλύπτεις την αλήθεια είναι πολύ καλύτερο»

«Η επιτυχία της όπερας στηρίζεται τις περισσότερες φορές στα χέρια του μαέστρου. Ο μαέστρος είναι τόσο απαραίτητος, όσο και ο τενόρος ή η πριμαντόνα»

«Τώρα που δεν παράγω πια νότες, φυτεύω λάχανα και φασόλια»
Giuseppe Verdi

https://www.facebook.com/vasw.tsiagkou
roz-panthiras-adv1
χαλβάς Γούναρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *