Modest Mussorgsky (1839-1881)
« Ο συνθέτης με την κόκκινη μύτη»
Ρώσος συνθέτης μέλος της «Ομάδας των 5».
Γεννιέται το 1839 στο Κάρεβο της Ρωσίας σε οικογένεια με αριστοκρατική καταγωγή και παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου στα έξι του χρόνια από τη μητέρα του, η οποία είναι εξαιρετική πιανίστα. Πολύ σύντομα η οικογένεια μετακομίζει στην Αγία Πετρούπολη, όπου μαζί με τον αδερφό του εισάγεται στη υψηλού επιπέδου Σχολή Πέτρου και Παύλου με σκοπό τη στρατιωτική καριέρα, ενώ ταυτόχρονα διδάσκεται πιάνο από τον διακεκριμένο δάσκαλο Άντον Γκέρκε. Στα 13 του χρόναι εισέρχεται στη Σχολή Δοκίμων της Φρουράς. Η περίοδος της θητείας του στη Σχολή, κάτω από τις διαταγές του αυστηρού του διοικητή, επιδρά καθοριστικά στον νεαρό μουσικό και το βέβαιο είναι ότι η Σχολή δεν είναι το καταλληλότερο μέρος για τη διαμόρφωση του ευαίσθητου χαρακτήρα ενός ανθρώπου σαν τον Μοντέστ. Ο Στρατός είναι η αιτία της αρχής του αλκοολισμού.Αποφοιτώντας από τη Σχολή Δοκίμων, έχει συνθέσει το πρώτο του έργο με τίτλο «Ο ανθυπολοχαγός Ποντπραπόπτσνικ» που εκδίδεται με δαπάνες του πατέρα του, ο οποίος πεθαίνει την ίδια χρονιά. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, διορίζεται στη φρουράΠρεομπραζένσκι, ένα από τα πιο αυτοκρατορικά συντάγματα της Ρωσίας κι εκεί γνωρίζεται με τον Μποροντίν, ο οποίος μένει έκθαμβος από την αριστοκρατική εμφάνιση και συμπεριφορά του νεαρού μουσικού. Στην πορεία γνωρίζεται με τον συνθέτη Αλεξάντερ Νταργκομίτσκι, τον σημαντικότερο Ρώσο συνθέτη της εποχής, μετά τον Μιχαήλ Γκλίνκα, που εντυπωσιάζεται από τις πιανιστικές ικανότητες του Μοντέστ, γι΄αυτό και τον συμπεριλαμβάνει στις μουσικές βραδιές του και από εδώ και μετά αρχίζει η πραγματική μουσική του ζωή. Στα επόμενα δύο χρόνια, συναντά εκεί και άλλες μουσικές προσωπικότητες όπως τον Σεζάρ Κούι και τον Μίλι Μπαλάκιρεφ που γίνεται ο δάσκαλός του, ο οποίος συμπληρώνει σιγά σιγά τα μουσικά κενά του Μουσόργκσκι, εφ’ όσον ό,τι γνώριζε το γνώριζε με βάση το πιάνο κι όχι τη θεωρία.
Το 1858 ο Μουσόργκσκι περνάει μία κρίση στην υγεία του που παραμένει ανεξήγητη. Σε μία επιστολή του προς τον Μπαλάκιρεφ αναφέρεται σε «μυστικισμό και κυνικές σκέψεις απέναντι στο Θείο και στον αλκοολισμό». Ένα χρόνο μετά έχει την πρώτη του επαφή με τα θεατρικά δρώμενα, συμμετέχοντας στην παραγωγή της όπερας του Γκλίνκα «Μία Ζωή Για Τον Τσάρο» και επισκέπτεται για πρώτη φορά στη Μόσχα, όπου εντυπωσιάζεται από το Κρεμλίνο και θα αυτοεπιβεβαιώνονται οι αναζητήσεις του για «οτιδήποτε εμπεριέχει το ρωσικό στοιχείο». Παρ’ όλες αυτές τις αλλαγές στη ζωή του, η μουσική του Μοντέστ θα εξακολουθήσει να βασίζεται στα ξένα -μη ρωσικά- πρότυπα.
Στα 24 χρόνια του εγκαταλείπει οριστικά το στρατιωτικό του επάγγελμα και απαγκιστρώνεται από τον Μπαλάκιρεφ και την επιρροή του, συνεχίζοντας αυτοδίδακτος. Εγκαθίσταται στην Αγία Πετρούπολη και εργάζεται ως χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο επικοινωνιών, ενώ ζει λιτά σε μικρό χώρο μαζί με άλλους πέντε ανθρώπους. Τα οικονομικά του είναι άσχημα και, συχνά, καταφεύγει στη βοήθεια δανειστών. Η λιτή ζωή του στην Αγία Πετρούπολη, τον φέρνει σε επαφή με έναν άλλο κόσμο, εντελώς διαφορετικό από εκείνον μέσα στον οποίο μεγάλωσε. Αρχίζει να μελετά και να συζητά θέματα πλατιάς καλλιτεχνικής και επιστημονικής γκάμας, μεταξύ των οποίων και εκείνα που αποτελούσαν το φιλοσοφικό αντικείμενο του υλιστή και μαρξιστή Νικολάι Τσερνισέφσκι, ο οποίος υποστήριζε ότι στην τέχνη «φόρμα και περιεχόμενο αποτελούν αντίθετες έννοιες». Ασπάζεται σταδιακά την ιδέα του «καλλιτεχνικού ρεαλισμού» και όλα τα επακόλουθά της, όπως την ευθύνη του καλλιτέχνη να αναπαριστά τη ζωή όπως είναι πραγματικά, μέσω της συναναστροφής με τα «κατώτερα» λαϊκά στρώματα. Αρχίζει να προσκολλάται μουσικά προς την «Ομάδα των 5» και γίνεται περισσότερο παραγωγικός: το συμφωνικό ποίημα «Μια νύχτα στο φαλακρό βουνό», ο κύκλος τραγουδιών «Παιδική Γωνιά», οι όπερες «Μπορίς Γκοντουνόφ», «Χοβάνστσινα» και «Ο Γάμος», η σουίτα γαι πιάνο «Εικόνες από μια έκθεση» είναι μερικά από τα δημοφιλέστερα έργα του, τα οποία γίνονταν γνωστά στο με επιτυχία στο κοινό και το ύφος τους είναι λυρικό αλλά και ρεαλιστικό απόλυτα ισορροπημένα. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν ήταν και ούτε υπήρξε ποτέ ευτυχισμένος. Έχοντας κάποτε αγαπήσει μία εξαδέλφη του που πέθανε πρόωρα και, έχοντας παραμείνει πιστός σε αυτή την ανάμνηση, ουδέποτε παντρεύτηκε. Μετά το θάνατο της μητέρας του, ζει με τον αδελφό του και, αργότερα, συγκατοικεί με τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, μέχρι που εκείνος αποφασίζει να κάνει τη δική του οικογένεια. Μένοντας μόνος, ο Μουσόργκσκι πίνει υπερβολικά και αρχίζει να διακατέχεται από την «ιδέα του θανάτου». Αργότερα, βρίσκεισυντροφιά στο πρόσωπο ενός μακρινού συγγενή, ο οποίος του ενέπνευσε τους δύο μελαγχολικούς κύκλους τραγουδιών «Χωρίς ήλιο και τραγούδια» και «Χοροί του θανάτου».Στα επόμενα χρόνια, η υγεία του εμφανίζειραγδαία επιδείνωση. Παρόλο που οι νέες του συναναστροφές περιλαμβάνουν προσωπικότητες της ρωσικής κοινωνίας, καλλιτέχνες πάσης φύσεως, γιατρούς, δικηγόρους, δεν θέλει να εγκαταλείψει το ποτό. Ο αλκοολισμός του ξεκίνησε από την στρατιωτική του ζωή, ενισχύθηκε από τη μετέπειτα πορεία της ζωής του, αλλά αποτελούσε κι ένα κοινωνικό φαινόμενο της εποχής στην τσαρική αυτή χώρα, ότι «Οι ταλαντούχοι άνθρωποι στη Ρωσία, που αγαπάνε τον απλό κόσμο, δεν μπορεί παρά να πίνουν!». Κάποιες φορές φαίνεται να ελέγχει την κατάσταση της υγείας του και, όταν γινόταν αυτό, προσπαθεί να ολοκληρώσει κάποιο μισοτελειωμένο έργο του. Η καριέρα του στο δημόσιο έχει ουσιαστικά καταστραφεί. Οι συχνές του ασθένειες και απουσίες από την υπηρεσία του, προκαλούν έντονη δυσαρέσκεια στους ανωτέρους του. Μάλιστα, στάθηκε αρκετά τυχερός, αφού τον μεταθέτουν στο Ταχυδρομείο, όπου ο προϊστάμενός του είναι μουσικόφιλος. Ωστόσο, η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο και έναν χρόνο πριν πεθάνει απολύεται οριστικά από το δημόσιο.
Το 1881 ο Μουσόργκσκι είπε σε κάποιον φίλο του: «δεν μου απέμεινε τίποτε άλλο εκτός από τη ζητιανιά». Τέσσερις απανωτές κρίσεις τον οδηγούν στο νοσοκομείο, όπου φάνηκε μία μικρή βελτίωση, που όμως δεν κράτησε για πολύ. Ο ζωγράφος Ρέπιν θα απεικονίσει τον Μουσόργκσκι, λίγες μόνον ημέρες πριν το τέλος, σε ένα περίφημο πίνακα με το όνομα «Το πορτραίτο με την «κόκκινη μύτη», όπως έμεινε και το παρατσούκλι του συνθέτη, όπου φαίνεται ξεκάθαρα η κατάσταση της υγείας του. Μία εβδομάδα μετά τα 42α γενέθλιά του, αφήνει την τελευταία του πνοή λέγοντας: «…όλα τελείωσαν!…πόσο άτυχος είμαι!…». Ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Τίχβιν της Αγίας Πετρούπολης, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτεροι Ρώσοι μουσουργοί.
Ο Μουσόργκσκι, όπως και οι υπόλοιποι συνθέτες της «Ομάδας των 5», θεωρήθηκε «εξτρεμιστής» από τον Αυτοκράτορα και την Αυλή του. Γι’ αυτό, ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ της Ρωσίας, διέγραψε την όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ από τα έργα που περιλαμβάνονταν στην Αυτοκρατορική Όπερα! Τα περισσότερα από τα έργα του ενορχηστρώθηκαν μετά το θάνατό του από τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ.
Ο τάφος του Μουσόργκσκι στην Αγία Πετρούπολη