Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος(1795 – 1872)
Ο Ιδρυτής της Επτανησιακής Σχολής
Έλληνας Κερκυραίος μουσικός
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος γεννιέται στην Κέρκυρα το 1795, από γονείς αριστοκρατικής καταγωγής με πλούσια μόρφωση και βαθειά μουσική καλλιέργεια. Το πραγματικό επώνυμο της οικογένειας είναι Χαλικιόπουλος, καθώς το Μάντζαρος είναι προσωνύμιο. Παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου και θεωρητικών από τη μητέρα του, ενώ στα χρόνια της εφηβείας του σπουδάζει βιολί και ανώτερα θεωρητικά με καταξιωμένους δασκάλους. Σε αρκετά νεαρή ηλικία παντρεύεται τη Μαριάννα, κόρη κόμη της οικογένειας των Κομνηνών Ιουστινιανών, με την οποία αποκτούνε πέντε παιδιά. Παράλληλα παραδίδει δωρεάν μαθήματα μουσικής σε Έλληνες και ξένους – καθώς θεωρεί τον εαυτό του εραστιτυέχνη μουσικό – επιθυμώντας να καλλιεργήσει το αισθητήριο των συμπατριωτών του και να ανεβάσει το γόητρο της Ελλάδας στο εξωτερικό. Από αυτή την εποχή χρονολογούνται τα πρώτα του έργα. Ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας δεν εμποδίζουν τη συνέχεια των σπουδών του, οι οποίες με ιδιαίτερη επιτυχία γίνονται στην Ιταλία, στο ωδείο της Νάπολης με διευθυντή τον διάσημο Νικολό Τσινγκαρέλι, δάσκαλο του Ροσίνι και του Μπελίνι. Ο Τσινγκαρέλι εκτιμά την αφοσίωση του Μάντζαρου στη γνήσια ιταλική μουσική σχολή, τον ζήλο του και την ευγένεια της ψυχής του. Επιμένει να τον κρατήσει κοντά του δηλώνοντας δημοσίως ότι ο Μάντζαρος είναι σε θέση να διδάξει όλους τους δασκάλους της Νάπολης. Το περιβάλλον του ωδείου και η συναναστροφή με σπουδαίους μουσικοδιδασκάλους και συνθέτες σφραγίζουν την τέχνη του Μάντζαρου, ο οποίος επιστρέφει οριστικά στην Κέρκυρα το 1826χωρίς ποτέ να λησμονήσει τους δεσμούς του με τη Νάπολη. Η συνέχεια της σχέσης του με τον Τσινγκαρέλι απεικονίζεται στην αλληλογραφία που διατηρούν όπου του γίνεται η τιμητική πρόταση της διεύθυνσης του Ωδείου της Νάπολης, πράγμα που ο Μάντζαρος αρνείται ευγενικά γιατί έχει αποφασίσει να ζήσει ανεξάρτητος στην Κέρκυρα και να μορφώσει μουσικά την ελληνική νεολαία. Για να το επιτύχει αυτό, εκτός από τα δωρεάν μαθήματα που παρέδιδε, ιδρύει την Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας της οποίας είναι ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής. Χάρη σ’ αυτές τις εκπαιδευτικές ενέργειες του Μάντζαρου, πολλοί Επτανήσιοι μορφώνονται μουσικά και έτσι δημιουργείται η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών, μεταξύ αυτών και ο Καρρέρ, ο Ξύνδας, ο Λαμπίρης, ο Ροδοθεάτος, ο Δομενιγίνης και πολλοί ακόμη. Γι’ αυτό ο Μάντζαρος θεωρείται και ο θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής.
Σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, ήταν ευγενικός και ευχάριστος στις συναναστροφές του, ακριβώς σαν αριστοκράτης. Ανεξίκακος, γενναιόδωρος, απλός και μετριόφρων. Ιδιαίτερα δημοφιλήςλόγω του έργου του και της κοινωνικής του θέσης, πολλοί Ιταλοί συνθέτες αλλά και Έλληνες ποιητές συνήθιζαν να παρευρίσκονται και να μιλάνε μαζί του, καθώς είχε και στενή φιλική σχέση με τον Διονύσιο Σολωμό. Αξιόλογοι μουσικοσυνθέτες ζητούσαν την κριτική του. Ο Μάντζαρος εκτός από την άριστη μουσική του κατάρτιση γνώριζε φιλοσοφία, ιστορία, φυσική, μαθηματικά και φιλολογία. Μιλούσε πολλές γλώσσες και ασχολήθηκε και με τη μουσικοκριτική δημοσιεύοντας ανώνυμα σε πολλά ιταλικά περιοδικά. Όταν δίδασκε, στεκόταν πάντοτε όρθιος, θεωρώντας τη διδασκαλία ιερό λειτούργημα και καθήκον, αγαπούσε την τάξη, τον προγραμματισμό και ήταν υπερβολικά ιδιόρρυθμος.
Την άνοιξη του 1872 παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια μαθήματος, πέφτει σε κώμα και πεθαίνει δεκαπέντε μέρες αργότερα, εντελώς φτωχός καθώς δίδασκε δωρεάν ακόμα και την εποχή που βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια.
Από τις συνθέσεις του, που σε μεγάλο ποσοστό είναι χαμένες, διασκορπισμένες και χωρίς ηχογραφήσεις, διασώθηκαν κάποια έργα για πιάνο, εμβατήρια, συμφωνίες, τραγούδια, χορωδιακά, θρησκευτικά έργα. Στον Μάντζαρο ανήκει η πρώτη Ελληνική όπερα, μια κωμική μονόπρακτη όπερα με τίτλο «Ντον Κρεπούσκολο», η οποία παρουσιάστηκε το 1815 στο θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας. Το πιο αξιόλογο έργου είναι η μελοποίηση του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του φίλου του Διονύσιου Σολωμού, ως εμβατήριο για ανδρική χορωδία, το οποίο καθιερώθηκε ως ο Εθνικός ύμνος της χώρας μας το 1865 μετά από αρκετές τροποποιήσεις. Το Μουσείο Μπενάκη διαθέτει κάποια από τα έργα του συνθέτη, στη συλλογή «Μάντζαρος».
Ο Νικόλαος Μάντζαρος αναγνωρίστηκε ως μουσική ιδιοφυία, «Πρύτανης της αρμονίας και της ενορχήστρωσης, τεχνίτης μεγάλος της αντίστιξης». Παρόλο που κατηγορήθηκε για την υποταγή του στο μελοδραματικό λυρισμό και την τεχνοτροπία των Ιταλών μουσουργών του bel canto, ιδιαίτερα της σχολής της Νάπολης, εκθειάστηκε για την «ταύτισή του με τη λαϊκή ψυχή και τη δύναμή του να διεγείρει το πατριωτικό αίσθημα». Για τον «Ύμνο Εις Την Ελευθερία», ο Όθωνας του απένειμε τον ΑργυρόΣταυρό του Σωτήρος, ενώ μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα, του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος.