Νικόλαος Αστρινίδης (1921 – 2010)
Ελληνορουμάνος συνθέτης, πιανίστας και παιδαγωγός
Ο Νικόλαος Αστρινίδης γεννιέται στο Άκερμαν της Ρουμανίας το 1921. Αρχίζει μαθήματα πιάνου στα ένδεκα χρόνια του και λίγο αργότερα κάνει τα πρώτα του βήματα στη σύνθεση. Στα δεκαοκτώ του συνεχίζει τις μουσικές σπουδές στο Ωδείο του Βουκουρεστίου, ενώ ταυτόχρονα παίρνει μαθήματα πιάνου από τον Dinu Lipattiκαι σπουδάζει Χημικός στο Πανεπιστήμιο της ίδας πόλης. Λόγω της Σοβιετικής εισβολής στη Ρουμανία, η οικογένεια μετακομίζει στην Παλαιστίνη. Κατατάσσεται στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και σύντομα πηγαίνει στο μέτωπο για δύο χρόνια, όπου και λαμβάνει το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων. Στη συνέχεια, αποσπάται στο Υπουργείο Αεροπορίας στο Κάιρο και αρχίζει ξανά τη μουσική του ενασχόληση μελετώντας και κάνοντας τις πρώτες του εμφανίσεις ως πιανίστας. Μέσα σε διάστημα δύο περίπου ετών δίνει ογδόντα σχεδόν συναυλίες για τα ελληνικά και τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή.Διευθύνοντας την όπερα του Καΐρου, παρουσιάζει το πρώτο του μεγάλο συμφωνικό έργο «Οιδίπους Τύραννος». Με το τέλος της παραμονής του στη Μέση Ανατολή, κατευθύνεται στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Schola Cantorum στο δεξιοτεχνικό πιάνο και τη σύνθεση από όπου και αποφοιτά με Άριστα.
Στα επόμενα είκοσι χρόνια είναι ιδιαίτερα παραγωγικός στη σύνθεση, αλλά ιδιαίτερα στον τομέα των συναυλιών, καθώς λέγεται πως έχει δώσει πάνω από 2500 συναυλίες ως πιανίστας σε όλο τον κόσμο. Στις Γαλλικές Αντίλλες όπου ζει, κατά παραγγελία της γαλλικής κυβέρνησης ιδρύει και διευθύνει τη Σχολή Μουσικής στη Μαρτινίκα και την Ορχήστρα Δωματίου των Γαλλικών Αντιλλών. Το 1952 επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα όπου, από τότε, κάθε χρόνο δίνει συναυλίες. Από το 1965 και γιαείκοσι χρόνια είναι διευθυντής της Φιλαρμονικής και της Μικτής Χορωδίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, ενώ διατελεί και μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της κίνησης για τη δημιουργία Όπερας στη Θεσσαλονίκη, διευθύνειμερικές από τις πρώτες παραστάσεις της, ενώ αργότερα ιδρύει και διευθύνει τις παραστάσεις της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος. Από το 1979 διευθύνει επίσης τη Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια αναλαμβάνει διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Έχει τιμηθεί με το Μετάλλιο του Τάγματος Γεωργίου Α’. Υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ένωσης Συγγραφέων, Συνθετών και Μουσικών Εκδοτών, της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής και της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Έχει διακριθεί με το Α Βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ Eistedfodd με το έργο του «Κυπριακή Ραψωδία», ερμηνεύοντάς το ο ίδιος στο πιάνο. Το 1992 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η Μουσική Σχολή «Άρια» που από το 1995 μετονομάζεται σε «Αστρινίδειο Ωδείο».
Το αξιόλογο έργο του περιλαμβάνει φωνητικά και ορχηστρικά έργα, χορούς, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, τραγούδια, μουσική για αρχαίο δράμα, σκηνική μουσκή.
Πεθαίνει τον Δεκέμβριο του 2010 στη Θεσσαλονίκη.
Τον Ιανουάριο του 2020 ο Όμιλος Φίλων Νίκου Αστρινίδη ανακοίνωσε την έναρξη εκστρατείαςγια την ανακήρυξη του 2021 σε «Έτος Νίκου Αστρινίδη».
Θεωρείται ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εθνικής μας σχολής και από τους κορυφαίους Έλληνες συμφωνιστές της μεταπολεμικής περιόδου.
**Η υποφαινόμενη αρθρογράφος, εκτός του ότι ερμήνευσε πιανιστικά έργα του Νίκου Αστρινίδη, είχε και την τύχη να τον γνωρίσει σε επιτροπή διπλωματικών εξετάσεων πιάνου στη Θεσσαλία!!