Μίκης Θεοδωράκης (1925 – 2021) – 2ο μέρος Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη Καθηγήτρια μουσικής

παπαστάθη

Μίκης Θεοδωράκης (1925 – 2021)2ομέρος

«Είμαι κοντά στο γερμανικό πνεύμα. Το πολύ ρομαντικό, αλλά και πολύ πειθαρχημένο. Παρασύρεται από μεγάλα συναισθήματα, αλλά δεν παύει να είναι εργατικό και μεθοδικό. Θαυμάζω τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ, αλλά έχω επιφυλάξεις για τον Σένμπεργκ.Δεν πιστεύω στη διανοητική μουσική. Δεν πιστεύω σε ό,τι είναι αποκομμένο από τον μύθο, από τη θρησκεία, από τον ανθρώπινο πόνο. Από τον τρομερό πόνο του θανάτου…»

                                                                                                       Μίκης Θεοδωράκης

  Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ηςΑπριλίου 1967 περνά ξανά στην παρανομία. Γράφει την πρώτη έκκληση για αντίσταση και τον Μάιο ιδρύει, μαζί με άλλους, το Πανελλήνιο Πατριωτικό Μέτωπο, την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στη χώρα. Συλλαμβάνεται, κρατείται σε απομόνωση στην Ασφάλεια και μετά τη μεγάλη απεργία πείνας μεταφέρεται με σοβαρά προβλήματα υγείας στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ. Ύστερα από τον κατ’ οίκον περιορισμό του στο Βραχάτι, εκτοπίζεται με όλη την οικογένειά του στο χωριό Ζάτουνα της Αρκαδίας.

 Από τις αρχές της επόμενης χρονιάς, μετά το έργο του «Μυθιστόρημα», αρχίζει να χρησιμοποιεί, παράλληλα με τους κύκλους τραγουδιών, και τη φόρμα που ο ίδιος ονομάζει «τραγούδι – ποταμός»: πάνω στην ιδέα της ατέρμονης μελωδικής γραμμής, που δε χωρίζεται σε τμήματα, αλλά μετασχηματίζεται σύμφωνα με την ιδέα του ποιητικού κειμένου – «Επιφάνια-Αβέρωφ», «Η αδελφή μας η Αθηνά», «Αρκαδία VI». Γράφοντας συνεχώς μουσική, κατορθώνει να στέλνει έργα του κρυφά στο εξωτερικό, τα οποία μεταδίδονται από ραδιοφωνικούς σταθμούς.

 Από το φθινόπωρο του 1969 και για έξι μήνες, εκτοπίζεται στο στρατόπεδο του Ωρωπού. Στο εξωτερικό δημιουργούνται επιτροπές για την απελευθέρωσή του, με συμμετοχή σπουδαίων προσωπικοτήτων του καλλιτεχνικού χώρου όπως, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Λέοναρντ Μπερνστάιν, Υβ Μοντάν, Λώρενς Ολίβιε, Άρθουρ Μίλλερ και άλλοι και τελικά σε λίγο καιρό φεύγει γαι το Παρίσι. Αρχίζει τις περιοδείς του σε όλες τις ηπείρους για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ενώ αυτή την εποχή γράφει τα «Δεκαοκτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», το «Κάντο Χενεράλ» και τις «Μπαλάντες».

 Μετά τη μεταπολίτευση επιστρέφει στην Ελλάδα όπου συνεχίζει την πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του. Το Νοέμβριο του 1974 θέτει υποψηφιότητα με την Ενωμένη Αριστερά. Το 1976 ιδρύει το Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης και το 1978 θέτει υποψηφιότητα για το Δήμο Αθηναίων. Συνεχίζει να συνθέτει νέους κύκλους τραγουδιών και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Σε συνεργασία με τον Χέρμπερτ Παγκάνι δημιουργούν τον ύμνο του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.  Από το 1980 και μετά στρέφεται και πάλι στη σύνθεση συμφωνικής μουσικής. Την εποχή αυτή, όντας βουλευτής του ΚΚΕ στον Πειραιά, γράφει τη «Συμφωνία αρ.2» με το «Τραγούδι της γης» σε δική του ποίηση και τη «Συμφωνία αρ.3». Ασχολείται με τη νέα εκδοχή του «Ρομανθέρο Χιτάνο», για φωνή, κιθάρα, χορωδία και ορχήστρα, ενώ ολοκληρώνει το ορατόριο «Κατά Σαδδουκαίων». Το 1983, με το έργο του «Εαρινή Συμφωνία» παίρνει το βραβείο Λένιν και συνθέτει τη «Νεκρώσιμο Ακολουθία του Ιωάννη του Δαμασκηνού».

 Το 1985 εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με το ΚΚΕ, παραιτείται έναν χρόνο μετά και ιδρύει τη Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας. Το 1987 ανεβαίνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή η όπερά του «Κώστας Καρυωτάκης» και τρία χρόνια αργότερα στο Ηρώδειο το μπαλέτο «Ζορμπάς». Εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με τη Νέα Δημοκρατία και αναλαμβάνει θέση Υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου και αργότερα του Υπουργού Επικρατείας. Ολοκληρώνει την όπερα «Μήδεια» και γράφει το «Κάντο Ολύμπικο», μετά από παραγγελία του προέδρου της ΔΟΕ, Χ.Α. Σάμαρανκ, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη. Το 1993 αναλαμβάνει καθήκοντα διευθυντή Μουσικών Συνόλων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, μια θέση που εγκαταλείπει την επόμενη χρονιά κατά την οποία λαμβάνει τιμητικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ. Το 1994 στον πανηγυρικό εορτασμό που έγινε στο Όσλο για την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, παρουσιάζεται το «Μαουτχάουζεν» με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη που έχει γίνει το εθνικό τραγούδι του Ισραήλ και ο «Ύμνος για την Παλαιστίνη» που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή. Από το 1995 και για δέκα χρόνια, η τραγουδίστριαΑλέξια, υπήρξε μία από τις 4 κύριες φωνές της «Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης», ενώ το 1998, κυκλοφορεί ο δίσκος «Αλέξια – Μίκης Θεοδωράκης», ένα διπλό άλμπουμ με 26 τραγούδια του κορυφαίου συνθέτη, με εμφανείς τζαζ επιρροές.

 Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αποσύρεται και ασχολείται με την ανάγνωση, τη συγγραφή, την έκδοση των έργων του, ενώ ταυτόχρονα δημοσιεύει κείμενα για τον πολιτισμό και την πολιτική. Δήλωσε την εναντίωση του στον πόλεμο του Κοσόβου το 1999 και στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Το 2005 τιμάται με το Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Σοράνο, το Διεθνές Βραβείο Άγιος Ανδρέας ο Α της Ρωσίας και το έμβλημα του Μεγάλου Αξιωματούχου του Τάγματος της Τιμής από το Λουξεμβούργο. Μερικές ακόμη από τις ατέλειωτες διακρίσεις του:  Διεθνές Βραβείο Μουσικής της Ουνέσκο, Βραβείο Έριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ, Βραβείο Δια βίου κατορθώματος, μέρος των Παγκόσμιων Βραβείων Σάουντρακ της Γάνδης. Στην τελετή απονομής των 94ων Βραβείων Όσκαρ, υπήρξε τιμητική αναφορά στον Μίκη Θεοδωράκη στο ειδικό τμήμα «In Memoriam» με την εμφάνιση της φωτογραφίας του συνθέτη στο ειδικό βίντεο-αφιέρωμα. 

  Στα τέλη Φεβρουαρίου 2019, ο Μίκης Θεοδωράκης νοσηλεύεται λόγω καρδιολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Φεύγει από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2021 στο σπίτι του στην Αθήνα από καρδιακή ανακοπή

Η σορός του τέθηκε σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών και στη συνέχεια ταξίδεψε στα Χανιάγια να γίνει η ταφή, σύμφωνα με επιθυμία του, στην κωμόπολη Γαλατάς, τόπο καταγωγής του.Με απόφαση της κυβέρνησης κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος ενώ, με ομόφωνη απόφασή του, το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας αποφάσισε να αποδοθεί το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη σε οδό της πρωτεύουσας και να προκηρυχθεί καλλιτεχνικός διαγωνισμός για τη δημιουργία προτομής του που θα τοποθετηθεί σε κεντρικό σημείο της πόλης.

 Πολυγραφότατος συνθέτης, μας έχει κληροδοτήσει έναν απίστευτο μουσικό θησαυρό. Έχει γράψει μουσική σχεδόν για όλα τα είδη (όπερα, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή, εκκλησιαστική μουσική, μουσική αρχαίου δράματος, θεάτρου, κινηματογράφου, έντεχνου, λαϊκού τραγουδιού, λαϊκά ορατόρια και μετασυμφωνικά έργα) και χαρακτηριστικό της δημοφιλίας του έργου του είναι ότι, παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες, έχουν διασκευάσει και ερμηνεύσει τη μουσική του. Έγραψε επίσης, πολλά βιβλία, και αρκετά από αυτά έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

  Ο Θεοδωράκης συνδύαζε στο έργο του τις επιρροές από την Ελληνική λαϊκή μουσική (βυζαντινή, κρητική, μικρασιατική) με το ευρωπαϊκό κλασικό ρεπερτόριο. Ως εκ τούτου, απέρριπτε την έννοια της «τέχνης για την τέχνη» και τασσόταν υπέρ της Προγραμματικής μουσικής (μουσική με περιγραφικό τίτλο) που θεωρούσε ότι πρέπει να περιέχει κοινωνικό μήνυμα. Πίστευε ότι η πραγματικά μεγάλη τέχνη δεν πρέπει να αποκόβεται από το λαό. Ο ύστερος ρομαντισμός και ο Νεοκλασικισμός των μεγάλων Ρώσων μουσουργών του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, όπως ο Σοστακόβιτς, ο Στραβίνσκι και ο Ραχμάνινοφ, είχαν επίσης μεγάλη επιρροή στο έργο του.

  Ήταν παντρεμένος με τη Μυρτώ Αλτίνογλου, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, και απέκτησε έναν γιο και μια κόρη.