Μάριος Βάρβογλης (1885 – 1967) Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη Καθηγήτρια μουσικής

Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής


Μάριος Βάρβογλης
(1885 – 1967)

Ο παππούς της ελληνικής μουσικής

Έλληνας συνθέτης, παιδαγωγός και μουσικοκριτικός.

  Ο Μάριος Βάρβογλης γεννιέται στις Βρυξέλλες το 1885. Ο πατέρας του είναι στρατιωτικός με υψηλό αξίωμα. Οι ρίζες της ιστορικής οικογένειας Βάρβογλη βρίσκονται στη Μακεδονία με το επίθετο Μπάρμπογλους. Ο παππούς του, με σπουδές στην ιατρική, νομική και μαθηματικά είχε μυθηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ και στην πορεία διετέλεσε υπουργός παιδείας, πρόεδρος της Βουλής, υπουργός δικαιοσύνης και οικονομικών.

 Μετά τη γέννησή του, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του πατέρα του, επιστρέφει στην Αθήνα. Ως μοναχοπαίδι, η οικογένειά του φροντίζει τη συμπεριφορά και την παιδεία του ιδιαίτερα. Παρακολουθεί μαθήματα μουσικής, αθλητισμού – όπου και γίνεται πρωταθλητής στο στίβο, στο δρόμο ταχύτητας 100 μέτρων – καταρρίπτοντας το ρεκόρ που είχε κατακτήσει νωρίτερα Αμερικανός αθλητής, ενώ φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Τελειώνοντας τις γυμνασιακές του σπουδές, κατευθύνεται στο Παρίσι για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και παράλληλα φοιτά στο Ωδείο της πόλης και στη Schola Cantorum, όπου παρακολουθεί μαθήματα αρμονίας, αντίστιξης, φυγής. Την εποχή αυτή αρχίζει να συνθέτει τα πρώτα του έργα, τα οποία διακρίνονται για τον λυρισμό και τη λιτότητα της έκφρασης. Μερικά από αυτά τα διευθύνει στις αίθουσες εκδηλώσεων του Παρισιού.

 Εδώ έρχεται σε επαφή με τους καλλιτεχνικούς κύκλους της περιοχής, γνωρίζεται και συνδέεται φιλικά με τον έλληνα συνθέτη Αιμίλιο Ριάδη, τον Vincent dIndy που ήταν δάσκαλός του, τους Saint Saens, Massenet, Ravel, Varez και άλλες προσωπικότητες της εποχής. Γνωρίζεταιεπίσης και γίνεται φίλος με τον ζωγράφο Amedeo Modigliani, γνωστό ως ο «καταραμένος ζωγράφος», με τον οποίο είναι συνομήλικοι και μοιράζονται παράλληλα τις κοινές καλλιτεχνικές τους ανησυχίες, καθώς ο Μοντιλιάνι αγαπούσε τη μουσική και τραγουδούσε, ενώ ο Βάρβογλης ζωγράφιζε διαρκώς. Ο Μοντιλιάνι φιλοτέχνησε το πορτραίτο του μουσικού, γνωστό ως «Le beau Marius».

  Κατόπιν πρόσκλησης του διοικητικού συμβουλίου του Ωδείου Αθηνών, επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται καθηγητής ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο και μετά την παραίτησή του, λόγω διαφωνίας με τη διεύθυνση, γίνεται συνδιευθυντής στο Ελληνικό Ωδείο με τον Λαυράγκα και τον Καλομοίρη. Διορίζεται καθηγητής μουσικής στη «Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία» και στη συνέχεια στο 7ο Γυμνάσιο Αρρένων στο Παγκράτι, όπου διδάσκει για πολλά χρόνια. Αξιόλογη είναι και η συνεργασία του με το περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Εκλέγεται αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Συνθετών. Διατελεί επίσης αρθρογράφος στο περιοδικό «Νουμάς» και μουσικοκριτικός της εφημερίδας «Τα Νέα».

Η μουσική του είναι ένα πετυχημένο κράμα, καθώς όλες σχεδόν οι συνθέσεις του είναιεπηρεασμένες από τον Cezar Frank και το γαλλικό ιμπρεσιονισμό, χωρίς όμως να χάνουν το ελληνικό χρώμα. Η έμπνευση των έργων του προέρχεται κυρίως από το δημοτικό τραγούδι, αλλά όντας διαφορετικός από τον Καλομοίρη, εκφράζεται με διαυγή λιτότητα, σε ύφος νεοκλασικό, χρωματισμένο με ανταύγειες από την γαλλική αρμονική παλέτα πάνω στους τρόπους και τα τετράχορδα των ελληνικών ήχων.

  Έγραψε μουσική δωματίου, όπερες, ορχηστρικά, τραγούδια, χορωδιακά, μουσική για αρχαίο δράμα και για θέατρο. Έχει τιμηθεί με το Εθνικό Αριστείο Καλών Τεχνών, με το βραβείο Τάκη Κανδηλώρου της Ακαδημίας Αθηνών και με τον Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος.

  Αν και συνέβαλε στη δημιουργία Εθνικής Μουσικής Σχολής, εντούτοις έχουν εκδοθεί ελάχιστες συνθέσεις του, οι οποίες, όμως, αποδεικνύουν ότι μπορεί να συγκριθεί με πολλούς συνθέτες της Δύσης. Μαθητές του ήταν μεταξύ άλλων οι μετέπειτα μεγάλοι συνθέτες Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζηδάκις και Ιωάννης Ξενάκης.

 Σώζονται διάφορα ζωγραφικά έργα του Βάρβογλη, όπως σκίτσα του ζωγράφου και χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη, μια γελοιογραφία του συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη και ελαιογραφίες, όπως ένα τοπίο από το Παρίσι και ένα τοπίο στην περιοχή της Καισαριανής.

  Παντρεύτηκε τη γαλλίδα Εντίτ Κοννιέρ κι απέκτησε δύο παιδιά. Στην κόρη του, Ελισάβετ Ασημακοπούλου, οφείλεται ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών που υπάρχουν για τον συνθέτη.

   Πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα το 1967 και είναι θαμμένος στο κοιμητήριο του Δήμου Ζωγράφου μαζί με τον γιο του που είχε σκοτωθεί δύο μέρες νωρίτερα σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Πορτρέτο του Μάριου Βάρβογλη 

από τον Αμεντέο Μοντιλιάνι (1919)

 

https://www.facebook.com/vasw.tsiagkou
roz-panthiras-adv1
χαλβάς Γούναρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *