Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
Λεωνίδας Ζώρας (1905 – 1987)
«Λίδας Ντόρας»
Έλληνας συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας
Ο Λεωνίδας Ζώρας γεννιέται στη Σπάρτη το 1905. Ο πατέρας του είναι Κυκλαδίτης δικηγόρος και θεατρικός συγγραφέας, ενώ η μητέρα του Κερκυραία με πολλές μουσικές καταβολές. Στα δεκατέσσερα χρόνια του ξεκινά τις μουσικές του σπουδές στο βιολί στο Ωδείο Αθηνών με τον Μάριο Λομπιάνκο. Παρακολουθεί επίσης μαθήματα τραγουδιού με την Αργυρή Γκίνη και θεωρητικών με τον Μανώλη Καλομοίρη στο Εθνικό Ωδείο, ενώ την ίδια περίοδο παίρνει μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας, αρμονίας, αντίστιξης, φυγής, ενορχήστρωσης και μελοδάματος από τους Αιμίλιο Ριάδη, Διονύσιο Λαυράγκα, Δημήτρη Μητρόπουλο και Iβάν Μπούτνικοφ. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εργαστεί από την εφηβεία του σε πολλές και διαφορετικές δουλειές. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να σπουδάζει και να μελετά με όρεξη. Φοιτά για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή βρίσκεται ανάμεσα στη σύνθεση και τη συγγραφή. Με το ψευδώνυμο Λίδας Ντόρας δημοσιεύει τα πρώτα του άρθρα σε περιοδικά, ενώ με το ίδιο όνομα υπογράφει και τις πρώτες του συνθέσεις. Αν και τον κερδίζει ξεκάθαρα η μουσική, στο μέλλον, οι λογοτεχνικές του ικανότητες θα διοχετευτούν στη μετάφραση λιμπρέτων και η αγάπη του για την ποίηση θα τον οδηγήσει στη δημιουργία κύκλων τραγουδιών, που κατέχουν ξεχωριστή θέση στο έργο του.
Το 1927 πραγματοποιείται η πρώτη δημόσια εκτέλεση έργων του (τραγούδια και οργανική μουσική), ενώ το 1928 αναλαμβάνει τη διδασκαλία και διεύθυνση της μικτής Χορωδίας του Εθνικού Ωδείου. Μετά από μια αποτυχημένη εμφάνισή του ως μονωδός, εγκαταλείπει οριστικά το τραγούδι και αφοσιώνεται στη διεύθυνση και τη σύνθεση.
Με υποτροφία του Κασιμάτη, μελετά σύνθεση στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής του Βερολίνου. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου, του ανατίθεται η ευθύνη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μέχρι το 1958, που αποχωρεί λόγω διένεξης και ασυμφωνίας. Από εδώ και μετά αναπτύσσει αξιόλογη δράση ως μαέστρος, διευθύνοντας ορχήστρες στο Παρίσι, στη Λειψία, στο Βερολίνο και στη Δρέσδη. Μετά από μια αξιόλογη πορεία δέκα χρόνων στο εξωτερικό, επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου.
Τα έργα του ακούγονται στις ελληνικές αίθουσες συναυλιών και προκαλούν όμορφα συναισθήματα και ενδιαφέρον. Επίσης διευθύνει παγκόσμιες και ελληνικές πρώτες εκτελέσεις έργων σπουδαίων συνθετών με ερμηνευτές όπως Μαρία Κάλλας, Ελένη Νικολαΐδου, Κώστα Πασχάλη, Νίκο Μοσχονά και άλλοι. Παράλληλα διευθύνει την ΚΟΑ και την ορχήστρα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, μεταφράζει λιμπρέτα και διδάσκει Ανώτερα Θεωρητικά στο Εθνικό Ωδείο. Κάποια έργα του εκδίδονται από το Μουσικό Εκδοτικό Οίκο Γαϊτάνου.
Στο ύφος του διακρίνεται αρχικά το τονικό σύστημα και το πνεύμα της εθνική μας μουσικής σχολής, ενώ αργότερα απομακρύνεται από τις πρώτες του θέσεις και απόψεις και στρέφεται προς ένα πιο προχωρημένο ιδίωμα, ελεύθερα ατονικό. Έχει συνθέσει συμφωνικά ποιήματα, κύκλους τραγουδιών πάνω σε στίχους Ελλήνων ποιητών αλλά και δικούς του, σουίτες, μουσική δωματίου, χορωδιακά, ορχηστρικά, έργα για σόλο όργανα, σκηνική μουσική. Έχει δημοσιεύσει επίσης διηγήματα, καθώς και στίχους, που αργότερα μελοποίησε ο ίδιος. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και μέλος επίσης του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Συνθετών, μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού «Γκραν Πρι Μαρία Κάλλας», του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της ΕΛΣ.
Πραγματοποίησε τέσσερις γάμους: με την Κρινιώ Καλομοίρη, τη χορεύτρια και μετέπειτα χορογράφο της Λυρικής Τατιάνα Βαρούτη, την ποίητρια Μαρίνα Κρασσά και τη Μπριγκίτε Κόσσοβ αντίστοιχα.
Πεθαίνει στην Αθήνα το 1987.