Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
Διονύσιος Λαυράγκας (1860 – 1941)
Ο θεμελιωτής του ελληνικού μελοδράματος
Έλληνας Επτανήσιος μουσουργός
Ο Διονύσιος Λαυράγκας γεννιέται στο Αργοστόλι το 1860 σε μια οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής. Οι γονείς του δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή στη μόρφωσή του, καθώς διδάσκεται τα περισσότερα μαθήματα και τις ξένες γλώσσες με ιδιαίτερα μαθήματα. Νωρίς διακρίνεται και η κλίση του στη μουσική. Παίρνει μαθήματα βιολιού, πιάνου και θεωρητικών, ενώ ο μουσουργός-δάσκαλός του Νικόλαος Μεταξάς – Τζάνης διακρίνει σ’ αυτόν ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο και τον διαπαιδαγωγεί με πραγματικό ενδιαφέρον. Ο ίδιος του εμπνέει την αγάπη για τη μελοδραματική τέχνη και τον προωθεί στις ορχήστρες των ιταλικών μελοδραματικών θιάσων που επισκέπτονται το Αργοστόλι, να παίρνει μέρος ως βιολιστής. Από τη εφηβεία του χρονολογούνται οι πρώτες του συνθέσεις, οι οποίες είναι υπέροχα τραγούδια που ερμηνεύονται από τους κανταδόρους του νησιού. Εξαιρετικά δημιουργικός, συνθέτει ακόμη χορωδιακά, βαλς, πόλκες, μαζούρκες, που τα ερμηνεύει η Φιλαρμονική του Αργοστολίου, γράφει ποιήματα, λυρικά και σατιρικά άρθρα για τις τοπικές εφημερίδες, μεταφράζει, από τα ιταλικά, διηγήματα, ποιήματα, κωμωδίες και κάθε Κυριακή εκδίδει μια μικρή σατιρική εφημερίδα, την «Έγνοια μας». Επίσης σ’ αυτή την ηλικία αντικαθιστά τον δάσκαλό του στις πρόβες της «Νόρμα» του Μπελίνι, διευθύνοντας τον ιταλικό μελοδραματικό θίασο.
Όταν τελειώνει το γυμνάσιο μεταβαίνει στη Νάπολη της Ιταλίας για να σπουδάσει Ιατρική, αλλά γρήγορα την εγκαταλείπει καθώς τον έχει κερδίσει ήδη η μουσική. Γράφεται στο Ωδείο της πόλης και γνωρίζεται με τον Ναπολέοντα Λαμπελέτ, με τον οποίο γίνονται στενοί φίλοι και αργότερα συγκάτοικοι. Κατά την παραμονή του στη Νάπολη γράφει είκοσι τετράφωνες φούγκες. Μετά την αποφοίτησή του απ’ το Ωδείο της Νάπολης, επιστρέφει για λίγο στη γενέτειρά του και κατόπιν διαγωνισμού γίνεται δεκτός για συνέχεια των σπουδών του στο Ωδείο του Παρισιού. Εδώ διδάσκεται από τους κορυφαίους Leo Delibes (σύνθεση), TheodoreDubois (θεωρητικά), Cesar Frank(εκκλησιαστικό όργανο), Jules Massenet(ενορχήστρωση) και γοητεύεται από τη συμφωνική μουσική. Συνθέτει συμφωνίες, εισαγωγές, κουαρτέτα, σουίτες, καντσονέτες, οπερέτες. Με το τέλος των σπουδών του από το Ωδείο του Παρισού σημειώνει μεγάλη επιτυχία ως διευθυντής ορχήστρας γαλλικού μελοδραματικού θιάσου σε μια πρώτη καλλιτεχνική περιοδεία.
Επιστρέφει στην Ελλάδα για τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και στη συνέχεια κατευθύνεται στο Μιλάνο όπου διευθύνει ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους. Παράλληλα, στην Κεφαλλονιά ιδρύει 35μελή χορωδία, που γίνεται γνωστή από τις αξιόλογες εμφανίσεις της, όπως στην Δ΄ Ολυμπιακή Έκθεση του 1889. Κατόπιν πρόσκλησης αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών. Το 1898 θέτει τις βάσεις για το μεγαλύτερο έργο της ζωής του, όταν, μαζί με τον Λ.Σπινέλη, ιδρύει το Γ Ελληνικό Μελόδραμα, συνεχίζοντας στα βήματα του Ναπολέοντα Λαμπελέτ και προετοιμάζοντας τη δημιουργία της μετέπειτα Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Αποσύρεται το 1935, αλλά ο θίασος συνεχίζει δυναμικά την παρουσία του.
Διατελεί διευθυντής στο Ωδείο Αθηνών, στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου, στο Ελληνικό Ωδείο και στο Εθνικό Ωδείο. Διευθύνει επίσης τις Μουσικές Εκδόσεις του Οίκου Γ. Φέξη, ενώ διατηρεί τη στήλη της μουσικοκριτικής στις εφημερίδες «Ελεύθερο Βήμα» και «Έθνος». Ταυτόχρονα είναι υπεύθυνος μουσικής ύλης στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός». Έχει τιμηθεί με τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α΄και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Πεθαίνει στο Αργοστόλι το 1941.
Παρόλο που δέχτηκε επιδράσεις από την ιταλική και γαλλική σχολή σύνθεσης, είναι ένας από τους πρώτους συνθέτες που επιχείρησαν να ενσωματώσουν στο έργο τους στοιχεία από την ελληνική δημοτική παράδοση. Από τα πιο δημοφιλή του έργα θεωρούνται η «Ελληνική Σουίτα» – το πρώτο συμφωνικό έργο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, η μουσικής της ταινίας «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» με το γνωστό «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», πάνω σε στίχους του Γ. Ζαλόκωστα, η όπερα «Διδώ» – η πρώτη ελληνική όπερα μεγάλων ηχητικών και σκηνικών μέσων, η Ελληνική Λειτουργία και πολλά άλλα.
Έχει επίσης να επιδείξει και σπουδαίο συγγραφικό έργο: «Εγχειρίδιον Αρμονίας», «Στοιχεία Θεωρητικής και Πρακτικής Αναγνώσεως και Διαιρέσεως της Μουσικής» και τα «Απομνημονεύματα». Τα περισσότερα από τα έργα του έχουν χαθεί όταν το σπίτι του που έγινε μουσείο κάηκε στους σεισμούς του 1953. Ό,τι έχει σωθεί οφείλεται στην κόρη του Διδώ Λαυράγκα-Κρητικού.
“Στο κονσερβατόριο σπούδαζε τότε και ο Ναπολέων Λαμπελέτ. Έκαμα τη γνωριμία του τις πρώτες ημέρες της αφίξεώς μου στη Νάπολη, ένα βράδυ στο Καφέ-Τούρκο. Επτανήσιοι κι οι δύο στην άνθηση της νεότητας, βρεθήκαμε να ‘χουμε τις ίδιες καλλιτεχνικές αντιλήψεις, γι’ αυτό η πρώτη απλή μας γνωριμία δεν άργησε σε λίγες μέρες να εξελιχθή σε στενή φιλία, τόσο που αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε και να αλληβοηθούμεθα στη μελέτη μας… Η ειλικρίνεια της φιλίας μας διετηρήθη αναλλοίωτη έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του“
Διονύσιος Λαυράγκας