Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Γράφει η Νατάσα Παπαστάθη, καθηγήτρια μουσικής
Γεώργιος Λαμπελέτ (1875 – 1945)
Ο οραματιστής της Εθνικής Μουσικής
(Τζώρτζης)
Έλληνας συνθέτης και μουσικοκριτικός
Ο Γεώργιος Λαμπελέτ, με ρίζες από την Ελβετία, γεννιέται στην Κέρκυρα το 1875. Κατάγεται από σπουδαία μουσική οικογένεια, καθώς ο παππούς του (πιανίστας και ακομπανιατέρ της διάσημης κοντράλτο Μαλιμπράν) και ο πατέρας του υπήρξαν σπουδαίοι μουσουργοί. Παίρνει τα πρώτα μαθήματα θεωρητικών από τον πατέρα του και πιάνου από τη μητέρα του. Ζει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα και στον Πειραιά. Απασχολείται στη Φιλαρμονική καιστον Όμιλο Φιλόμουσων, ενώ γράφει στο περιοδικό «Μουσική Εφημερίς» με το ψευδώνυμο «Τζώρτζης». Σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σύντομα αποφασίζει να αλλάξει κατεύθυνση και έτσι γράφεται στο Ωδείο San Pietro A Majella της Νάπολης στην Ιταλία, όπου και παραμένει για τα επόμενα έξι χρόνια. Στα βήματα του Διονυσίου Λαυράγκα και του αδερφού του, επίσης μουσικού, Ναπολέοντα Λαμπελέτ, είναι πρωτοπόρος στους οραματισμούς του περί «εθνικής μουσικής». Σταθερός στην κατεύθυνση αυτή, ολοκληρώνει τη σημαντική προσφορά του στη μελέτη της δημοτικής μουσικής με την εργασία του «Η ελληνική δημώδης μουσική», που αποσπά το βραβείο Μαυρογένους της Ακαδημίας Αθηνών.
Μαζί με τον Γ. Αξιώτη ιδρύει και διευθύνει το περιοδικό «Κριτική» και από τις στήλες του εξαπολύει πόλεμο εναντίον του Γεωργίου Νάζου και του Μανώλη Καλομοίρη. Διατελεί διευθυντής του Ωδείου Πειραιώς και του Πειραϊκού Ωδείου. Διορίζεται καθηγητής μουσικής στο Βαρβάκειο, ενώ έχει τακτική συνεργασία με το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη. Παρά τις διαμάχες του με τους μουσικούς κύκλους, η μόρφωση και η ευρύτητα του ορίζοντά του εκτιμώνται από κορυφαίες προσωπικότητες των πολιτικών και λογοτεχνικών κύκλων της εποχής (Διονύσιος Λαυράγκας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Αλέξανδρος Δελμούζος και πολλοί άλλοι επιφανείς άνδρες). Το 1921 βραβεύεται με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Από τον γάμο του με τη Μαρίκα Αναγνωστοπούλου δεν απέκτησε παιδιά. Πεθαίνει στην Αθήνα το 1945.
Η μουσική του εμπεριέχει στοιχεία από την ελληνική δημοτική μουσική παράδοση, αφού άλλωστε έτσι του επιτάσσει και η ιδεολογική του προσέγγιση γύρω από τη σύνθεση. Το γεγονός αυτό τον απομακρύνει από τους συμπατριώτες του συνθέτες της επτανησιακής σχολής και τον κατατάσει οριστικά στους εκπροσώπους της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Φέρνει όλα τα μουσικά χαρακτηριστικάτης εποχής του – Ρομαντισμός- αλλά ως γνήσιος Επτανήσιος έχει ειδική και δυνατή σχέση με την ιταλική μουσική, ενώ νιώθει μεγάλη επιρροή από την μουσική του μελοδράματος. Αισθάνεταιτην ανάγκη να ξεφύγει από την ιταλική επιρροή και να αποκτήσει μια ελληνική αισθητική. Είναι από τους πρώτους που στρέφει τις αισθήσεις του σε άλλους μουσικούς ορίζοντες, από αυτούς που γαλουχήθηκε, έτσι ώστε να αποκτήσει εκφραστικά μέσα καινούργια και να μπορεί να αποδώσει αυτά που πραγματικά θέλει.. Οι κριτικοί και οι συνάδελφοί του τον χαρακτηρίζουν «Ορόσημο» της εποχής του και «Ευγενή συνθέτη» που έζησε με αξιοπρέπεια και υπηρέτησε τις ηθικές αξίες. Έγραψε ορχηστρικά, χορωδιακά, έργα για πιάνο, τραγούδια και είναι ο πρώτος έλληνας συνθέτης που έγραψε εθνικά σχολικά τραγούδια και επίσης κείμενα για τη μουσική και κριτικές.Αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα το έργο του «Τα χελιδόνια» – μια συλλογή δεκαέξι παιδαγωγικών τραγουδιών σε ποίηση Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το έργο του δεν έχει αξιολογηθεί και δεν έχει καταγραφεί μέχρι τώρα (…)
«…έχω την πεποίθηση ότι στο μικρό μου έργο υπήρξα τουλάχιστον ειλικρινής και αυθόρμητος. Διότι πριν αποφασίσω να γράψω ελληνική μουσική, αισθάνθηκα βαθειά το δημοτικό τραγούδι και ακόμη βαθύτερα ότι για ένα ελληνικό έργο τέχνης, πρέπει να συμβάλλουν: απλότης, διαύγεια και βαθύ αίσθημα της φύσεως…»
Γεώργιος Λαμπελέτ