Γεώργιος Καζάσογλου (1908 – 1984)
«…στην μουσική σας άκουσα Ελλάδα και στο σφίξιμο του χεριού σας
νοιώθω Ελλάδα…»
Igor Stravinsky
κριτική για τη μουσική των “Νεφελών”
Έλληνας συνθέτης
Ο Γιώργος Καζάσογλου γεννιέται στην Αθήνα το 1908. Στην ηλικία των επτά ετών, παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής στο βιολί, κρυφά από τον πατέρα του, όταν η οικογένεια διαμένει στην Έδεσσα. Με την εγκατάσταση στην Αθήνα, συνεχίζει τις σπουδές του στο βιολί στο Ελληνικό Ωδείο με δάσκαλο τον Β. Σκαντζουράκη, θεωρητικά στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών, ενώ παράλληλα παίρνει μαθήματα θεωρητικών και σύνθεσης από τους κορυφαίους μουσουργούς Λαυράγκα, Καλομοίρη, Κόντη, Βάρβογλη και μουσικής δωματίου από τον Δ. Μητρόπουλο στο Εθνικό Ωδείο. Μετά την αποφοίτησή του, διορίζεται στη Μέση εκπαίδευση, όπου διδάσκει μουσική επί σειρά ετών, συνεργάζεται με χορευτικές ομάδες και παρουσιάζει τα πρώτα σημαντικά του έργα.
Ανλτώντας την έμπνευσή του από τη αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη ελληνική ιστορία, συνθέτει σχεδόν προγραμματικά, όπου ο έντονος αρμονικός χρωματισμός αγγίζει κάποιες φορές την πολυτονικότητα και χρησιμοποιείται για εκφραστικούς σκοπούς.
Συνάπτει γάμο με την πιανίστρια και τραγουδίστρια Φλώρα Παπαχριστοφίλου. Με την επιστροφή του από το Αλβανικό Μέτωπο, συνθέτει το έργο για ορχήστρα «Τέσσερα πρελούδια της επιστροφής από το Μέτωπο», που παρουσιάστηκε αρκετές φορές από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, αποσπάται στο Ραδιοφωνικό Σταθμό και κατόπιν στο Εθνικό Θέατρο για να μπορέσει να αφοσιωθεί στη σύνθεση. Εκτός από τη μουσική, αγαπά τη λογοτεχνία, την ποίηση και την Αρχαία Αλλάδα. Αυτό τον οδηγεί να συνθέσει τη μουσική για πολυάριθμες τραγωδίες και κωμωδίες της αρχαίας Ελληνικής δημιουργίας. Δημιουργεί πολύ στενή συνεργασία με τους πιο αξιόλογους ποιητές, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, σκηνογράφους και ηθοποιούς της εποχής. Γράφει λογοτεχνικά δοκίμια, μελέτες πάνω στη μουσική, μουσικοκριτικές σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και άρθρα σχετικά με κρίσιμα και σπουδαία γεγονότα της μουσικής ζωής.
Ο Γιώργος Καζάσογλου έχει γράψει πολλά έργα για ορχήστρα, μπαλέτο, χορωδία, ορχήστρα δωματίου, κινηματογράφο και για σόλο όργανα. Πάνω σε ποίηση του Κωστή Παλαμά, συνθέτει τον Ολυμπιακό Ύμνο. Ιδιαίτερη θέση μέσα στο μουσικό έργο του, κατέχουν τα πολυάριθμα τραγούδια του πάνω σε στίχους των σημαντικότερων ποιητών που έχουν τραγουδηθεί ως σήμερα από αξιόλογους Έλληνες καλλιτέχνες, όπως από τους Ε. Νικολαΐδη, Β. Παπαντωνίου, Φ. Αϊδαλή, Κ. Δαμασιώτη (δασκάλα στο κλασικό τραγούδι της υποφαινόμενης αρθρογράφου Ν.Π.), Κ. Πασχάλη και άλλους σπουδαίους.
Επί σειρά ετών, αγωνίζεται ακούραστα, με πείσμα και πάθος, χωρίς όμως επιτυχία, να εισαγάγει την ενόργανη μουσική στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Παλεύει για την εξάπλωση και την ανάπτυξη των Ωδείων, που αυτή την εποχή είναι ελάχιστα. Σε συνεργασία με τον Διευθυντή Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου της Παιδείας Μιχάλη Μαντούδη, θέτει τα πρώτα νομοθετήματα σχετικά με την προστασία των Πνευματικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Μαζί με άξιους συνεργάτες, δημιουργεί την Καλλιτεχνούπολη, περιοχή κοντά στο Πικέρμι, με το όνειρο η περιοχή αυτή να γίνει κάποτε κέντρο πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Πεθαίνει ξαφνικά τον Ιούνιο του 1984 στην Αθήνα και είναι θαμμένος στο Κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης, περιοχή στην οποία είναι επίτιμος δημότης.
«Ο Καζάσογλου δεν είναι προϊόν κάποιας συγκεκριμένης σχολής! Θα μπορούσε να εκφράσει κανείς, πως είναι δημιούργημα του εαυτού του. Το έργο του Καζάσογλου απλώνεται σ’όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής εκτός από το μελόδραμα. Η κατ’ εξοχήν παραγωγή του είναι το τραγούδι. Αισθάνεται την ποίηση και αποδίδει την ατμόσφαιρα του κάθε ποιητή. Εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο του Καζάσογλου είναι ένας νεανικός αυθορμητισμός, υποταγμένος όμως σε θέληση και στοχασμό. Είναι τολμηρό, χωρίς να είναι ακατάστατο. Ο Καζάσογλου ξέρει τι θέλει. Δεν είναι φλύαρος. Δεν αντιγράφει το ύφος των άλλων. Προσπαθεί να διαμορφώσει το δικό του, αντλώντας μόνον από τον εαυτό του. Πιστεύει στον μουσικό εθνικισμό, γιατί, όπως λέει ο ίδιος, κάθε άξιος πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να έχει τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της εθνικής περιοχής του, και μέσα απ’ αυτό, στο σύνολο της παγκόσμιας ζωής. Όσο πιό ουσιαστική κι αυθόρμητη γίνεται η ψυχική τοποθέτηση αυτή με τα στοιχεία επίγνωσης των υποχρεώσεών του προς το έθνος του, τόσο περισσότερο ο πνευματικός άνθρωπος, υποσυνείδητα πιά γίνεται ο φορέας του πολιτισμού τού τόπου του, όπου κι αν βρίσκεται… Έτσι και μόνο, μπορώ να νιώσω σαν παγκόσμιο, το έργο που έχει πατρίδα»
Αύρα Θεοδορωπούλου
Μουσικοκριτικός