Εκείνοι που φεύγουν ξαφνικά
Γ ι ώ ρ γ ο ς Π α π α σ τ ά θ η ς
Οκτώ χρόνια χωρίς τον πατέρα….
Οκτώ χρόνια χωρίς τον πατέρα…..Πως πέρασαν στ’ αλήθεια; Δύσκολα πολύ! Η απώλεια μεγάλη. Νόμιζα πως όταν πήγαινα στο πατρικό μου, όλο αυτόν τον καιρό, θα τον έβλεπα εκεί, όπως πάντα, καθισμένο στην πολυθρόνα του να με περιμένει με μια ανοιχτή αγκαλιά και με το ίδιο όμορφο και γλυκό καλωσόρισμα: «Καλώς το κορίτσι μου…» έλεγε και φωτίζονταν το δωμάτιο. Κι όλο ρωτούσε αν είμαι καλά, αν πονάω κάπου, αν με στενοχώρησε κάποιος. Για τη δουλειά μου δεν φοβόταν ποτέ! Ήξερε πως μου είχε εντρυφήσει βαθιά μέσα μου το μεγαλείο της μουσικής και ήξερε πόσο την έχω λατρέψει από πολύ μικρή, από τριών ετών που μου έδειξε τις πρώτες νότες στην κιθάρα αφού μανιωδώς το ζητούσα. Πάντα συμβούλευε και ποτέ δεν μάλωνε. Για να μαλώσει έπρεπε να ήταν στενοχωρημένος από άλλη αιτία, ή να είχαμε κάνει κάτι που πραγματικά ήταν για επίπληξη.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τα τόσα χρόνια που έζησα μαζί του;! Άνθρωπος με μεγαλείο ψυχής, με καλοσύνη, με αγάπη, χωρίς κόμπλεξ, φιλελεύθερος, χωρίς ταμπού, πάντα με έναν καλό λόγο για όλους. Για τη ζωή και τα πράγματα γύρω είχε τη δική του φιλοσοφία χαραγμένη. Είχε περάσει ορφάνια και κατοχή, έζησε μέσα στην πείνα και τη φτώχεια σε μια πολύτεκνη οικογένεια χωρίς πατέρα και ως ένας από τα μεγαλύτερα αδέρφια είχε βγει από μικρός στη βιοπάλη. Το ποδηλατάδικο που διατηρούσε στην οδό Τιουσόν 28 ήτανε σε όλους γνωστό, καθώς στο βάθος του, πίσω από τον πάγκο με τα εργαλεία, υπήρχε ένας ζεστός και φιλόξενος χώρος με βιβλία μουσικής, αναλόγιο και κιθάρες για να γίνονται τα μαθήματα. Σ’ αυτό λοιπόν το μαγαζάκι τον θυμάμαι πάντα να μαστορεύει με μουτζουρωμένα χέρια ή να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει παλιά τραγούδια και καντάδες με τα οποία μας μεγάλωσε και μας τα καλλιέργησε.
Το άσχημο σημείο της ζωής του – ζωής μας – που θα το θυμόμαστε σαν μαύρο σύννεφο, ήταν όταν αρρώστησε βαριά κι έλειψε περίπου 3 μήνες από κοντά μας, με την μητέρα μου, που τον φρόντιζε ακούραστα. Δεν έχω να θυμάμαι κάτι άλλο δυσάρεστο από εκείνον. Βέβαια, ο ίδιος είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του μια πικρία που όλοι μας όσοι τον συναναστρεφόμασταν τη γνωρίζαμε: «…κανείς δεν αγιάζει στον τόπο του». Ο πιο παλιός τρικαλινός μουσικός με το πηγαίο και αστείρευτο ταλέντο και το χαμηλό προφίλ, χτυπήθηκε άσχημα από επίδοξους άλλους ντόπιους «καλλιτέχνες» μέχρι και λίγο πριν το θάνατο. Και φυσικά η παράδοση συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο και σήμερα (…) διότι όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει και κακία!…Τέλος πάντων
Τον Φεβρουάριο του 2009 η Μουσική Σχολή «Παπαστάθη» με πολύ μεράκι και αγάπη διοργάνωσε μουσική εκδήλωση προς τιμήν του, παρουσιάζοντας παλιά τραγούδια και αξέχαστες καντάδες από καταξιωμένους Έλληνες δημιουργούς, καθώς και δικά του έργα ερμηνευμένα από τη χορωδία και την ορχήστρα της Σχολής, με πρωτότυπη ενορχήστρωση. Η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη και πλημμύρισε την κατάμεστη αίθουσα του Πολιτιστικού οργανισμού του Δήμου Τρικκαίων.
Ως κόρη του θα ήθελα ξανά να τον ευχαριστήσω για ό,τι έκανε για την οικογένειά μας, για τη μητέρα μου και ακούραστη σύζυγό του, για τον αδερφό μου που ασχολείται κι εκείνος με τη μουσική και τέλος για εμένα που είναι ο πρώτος και ο τελευταίος μου δάσκαλος. Τον ευχαριστώ για την τόση αγάπη και στοργή με την οποία με μεγάλωσε, για τους κόπους και τις θυσίες που έκανε ώστε να βγω και να σταθώ ως σωστός – πιστεύω – άνθρωπος στην κοινωνία και για τις ατέλειωτες μουσικές γνώσεις και συμβουλές που μου παρείχε.
Πατέρα, μπαμπά μου θα σε θυμάμαι για πάντα!……
ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ
Βλέπουμε τον Γιώργο Παπαστάθη να παίζει με την κιθάρα, δίπλα του η 3 χρονών εγγονή του Βανέσα και ο γιός του Μάριος με την κιθάρα στο σαλόνι του σπιτιού επι της οδού Αθανασίου Διάκου.
Εικόνα Νατάσας Παπαστάθη.
Τίτλος τραγουδιού : Βάλς στον πατέρα μου